Δραγώνας, ο επιχειρηματίας, που δημιούργησε τα Harrods της Αθήνας. Η συνάντηση που μας μίλησε για την άγνωστη ζωή του

Δραγώνας, ο επιχειρηματίας, που δημιούργησε τα Harrods της Αθήνας. Η συνάντηση που μας μίλησε για την άγνωστη ζωή του

«Ό,τι θέλει ο λαός, στον Δραγώνα ασφαλώς», ήταν το χαρακτηριστικό σλόγκαν της οικογενειακής επιχείρησης των καταστημάτων Δραγώνα, που άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα στην εμπορική ιστορία της Αθήνας και του Πειραιά, από τα τέλη του 19ου και σχεδόν στο σύνολο του 20ου αιώνα.

Το επιχειρηματικό δαιμόνιο και η πρωτοτυπία σε μεθόδους προβολής που θα ζήλευε ακόμη και το σύγχρονο μάρκετινγκ, σε συνδυασμό με το οικογενειακό πνεύμα στο εσωτερικό της εταιρείας, ήταν τα «όπλα» που χρησιμοποίησαν τα καταστήματα Δραγώνα – όχι μόνο για να επιβιώσουν στις πιο μαύρες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αλλά και να αναπτυχθούν περαιτέρω!

Πόλεμοι, κύματα μετανάστευσης και φτώχεια αντιμετωπίστηκαν σαν κρίσεις που έκρυβαν ευκαιρίες από την επιχείρηση, η οποία φρόντιζε να είναι πάντα συνεπής απέναντι στους εργαζόμενους, ακόμη και στο τέλος, όταν η καταστροφική πυρκαγιά του 1980 έκανε στάχτη το πολυκατάστημα στη συμβολή της Σοφοκλέους με την Αιόλου.

Τα καταστήματα «Δραγώνα» στη συμβολή Αιόλου και Σοφοκλεόυς στις αρχές του 1920.

Τα καταστήματα «Δραγώνα» στη συμβολή Αιόλου και Σοφοκλέους στις αρχές του 1920

«Πιλοπωλείον Γεωργίου Δραγώνα», Πειραιάς 1896

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο Πειραιάς γνωρίζει μεγάλη άνθηση εξαιτίας της εμπορικής δραστηριότητας του λιμανιού, όπως άλλωστε μαρτυρά και η αύξηση του πληθυσμού της πόλης από 10.000 κατοίκους το 1860, σε 50.000 το 1896.

Σε αυτό το περιβάλλον επιλέγει να εκδηλώσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα ο Γιώργος Δραγώνας, ο οποίος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1868, και δεν ξανανέβηκε ποτέ στο πλοίο του καπετάνιου πατέρα του όταν αυτό έδεσε στο μεγάλο λιμάνι, σε κάποιο από τα ταξίδια του.

Το «μαύρο ΄97» και το μεγάλο κύμα μετανάστευσης των αρχών του προηγούμενου αιώνα είχαν προκαλέσει καθίζηση στην οικονομία. Όμως, μέσα σε λίγα χρόνια, το 1903, ο Γεώργιος Δραγώνας υπερηφανεύεται πως έχει το μεγαλύτερο κατάστημα ανδρικών ειδών στην πόλη. «Ήμασταν οι βασιλείς των καπέλων», λέει με περηφάνια στη «Μηχανή του Χρόνου», ο Λέανδρος Δραγώνας.

Το πιλοπωλείο στην Ακτή Μιαούλη ήταν η τελευταία στάση για τους μετανάστες που θα έμπαιναν στα πλοία της ξενιτιάς – πολλές φορές χωρίς επιστροφή – και άρα, η τελευταία ευκαιρία να αγοράσουν κάτι που να τους θυμίζει την πατρίδα, ένα καπέλο, μία ζώνη, ένα γιλέκο.

Το κατάστημα παραμένει ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο και είναι γνωστό σε όλο τον Πειραιά, καθώς ο ιδιοκτήτης του είχε αντιληφθεί από τότε τη σημασία της διαφήμισης. Ζητάει από τους αμαξάδες που μεταφέρουν τα υφάσματα από το εργοστάσιο του Ρετσίνα, να μην ακολουθούν το συντομότερο δρόμο προς το μαγαζί, αλλά να κάνουν κύκλους στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, ώστε να βλέπουν συνέχεια τη φίρμα οι Πειραιώτες!

Η αναγνώριση του Γεώργιου Δραγώνα από την πειραϊκή κοινωνία ολοκληρώνεται με τον γάμο του (1903) με τη Μαρίκα Πάνου, που συνέχισε να ράβει τα σκισμένα σεντόνια στους καιρούς της ευμάρειας. Μαζί αποκτούν τέσσερα παιδιά, τον Σόλωνα (1905 – 1924), τον Θεμιστοκλή (1907 -1997), τον Σπύρο (1919 -1945) και τον Λέανδρο (1922).

Οικογένεια Δραγώνα: Ο Γεώργιος και η Μαρίκα Δραγώνα με τα παιδιά τους, Σόλων, Θέμο, Σπύρο και Λέανδρο (1921-1922).

Οικογένεια Δραγώνα: Ο Γεώργιος και η Μαρίκα Δραγώνα με τα παιδιά τους  Σόλωνα, Θέμο, Σπύρο και Λέανδρο (1921-1922)

Μαγαζί γωνία… στην καρδιά της πρωτεύουσας

Το εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας που γνωρίζουμε σήμερα από τα παρκόμετρα είχε σχηματιστεί από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σταδίου, Ερμού και Αιόλου είναι οι εμπορικότεροι δρόμοι της Αθήνας , με το καφενείο «Η ωραία Ελλάς» να μετρά το σφυγμό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της πρωτεύουσας, στη διασταύρωση των τελευταίων δύο δρόμων.

Η Αιόλου κατέχει τα σκήπτρα με πλήθος καταστημάτων και δεν είναι τυχαίο ότι το 1908 είναι ο πρώτος δρόμος της πόλης που «ντύνεται» με άσφαλτο. Δύο χρόνια αργότερα, στη συμβολή με τη Σοφοκλέους, τα καταστήματα Δραγώνα σηκώνουν για πρώτη φορά τα ρολά, πλάι σε 14 μαγαζιά που πουλάνε καπέλα και απέναντι από τον «Λαμπρόπουλο» που βρισκόταν εκεί από το 1901. Το ρίσκο είναι μεγάλο, αλλά ο εκ Πειραιώς ορμώμενος έμπορος καταφέρνει να εδραιωθεί και το 1920 μετακομίζει με την οικογένειά του στην οδό Ντέκα, τη σημερινή Μητροπόλεως.

Το μεγάλο πανό προαναγγέλλει την επέκταση των καταστημάτων Δραγώνα στους ορόφους του κτηρίου στην Αιόλου που στεγάζαν ξενοδοχείο (1930).

Το μεγάλο πανό προαναγγέλλει την επέκταση των καταστημάτων Δραγώνα στους ορόφους του κτηρίου στην Αιόλου  (1930)

Ο Δραγώνας καθιερώνει τις εκπτώσεις

Η ανάπτυξη της επιχείρησης στα χρόνια του μεσοπολέμου είναι ραγδαία, χάρη στις καινοτομίες που εισήγαγε, όπως η «εβδομάς υπολοίπων»: «Το ΄30 είχαμε οργανώσει εκπτώσεις σε ορισμένα χρονικά διαστήματα. Πουλάγαμε πολύ φθηνά γιατί είχαμε τη δυνατότητα ταμειακά, είχαμε πολύ ρευστό και αποταμιεύαμε. Ήταν μία ουρά 100 μέτρων έξω από τα καταστήματα για να προφτάσουν στις 7 το πρωί να μπούνε μέσα να ψωνίσουν, όπως στα Harrods στο Λονδίνο. Ήταν τέτοιος ο συνωστισμός μια μέρα το ΄32, που σπάσανε όλα τα κρύσταλλα στις προθήκες», θυμάται ο Λέανδρος Δραγώνας.

Το πρόβλημα χώρου οδηγεί στην επέκταση των καταστημάτων. Ενοικιάζονται γειτονικοί χώροι και το ξενοδοχείο που βρίσκεται πάνω από το μαγαζί. Ο μεγάλος όγκος των συναλλαγών καταλήγει το 1937 στη μεταβολή της νομικής μορφής της επιχείρησης σε Ανώνυμη Εταιρεία, με συμβολαιογράφο τον Κωνσταντίνο Γιαννίτση, πατέρα του πρώην υπουργού.

Το πακέτο του στρατιώτη και ο βομβαρδισμός του Πειραιά

Ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος που ρήμαξαν την Ελλάδα για 13 χρόνια δεν άφησαν αλώβητη την επιχείρηση, αλλά ούτε και την οικογένεια του Γεώργιου Δραγώνα. Αμφότερες ωστόσο επιβίωσαν.

Το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1940 ντύνει στο χακί τον δευτερότοκο γιο Θεμιστοκλή Δραγώνα και ο 18χρονος τότε Λέανδρος, αναλαμβάνει τα ηνία της επιχείρησης. Ο ίδιος αναφέρει: «έπρεπε να εποπτεύω τη δουλειά όσο μπορούσα και δημιούργησα πολεμική ατμόσφαιρα σε όλο το κατάστημα. Έβαλα μεγάλες κορνίζες με τους Ιταλούς που οπισθοχωρούσαν και γέμισα το μαγαζί με “πακέτα Δραγώνα” που είχαν μέσα δύο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες, γάλα και παπούτσια, κασκόλ και άλλα είδη, τα οποία έπαιρναν οι μητέρες και τα έστελναν στα παιδιά τους στο μέτωπο. Είχα πουλήσει χιλιάδες δέματα σε στιγμή πλήρους αδράνειας στο άλλο εμπόριο και ήταν μία επιτυχία, γιατί δύσκολα θα καθόταν μία γυναίκα να το φτιάξει μόνη της. Τότε κόστιζε περίπου 50 δραχμές, όταν η ισοτιμία με τη λίρα είχε 300 δραχμές και επειδή δεν είχαμε ακόμη πληθωρισμό, όλοι μπορούσαν να το αγοράσουν».

Στις 6 Απριλίου 1941 η Γερμανία επιτίθεται στην Ελλάδα και τα Στούκας βομβαρδίζουν λυσσαλέα τον Πειραιά. «Κατέβαιναν κάτω σχεδόν ως τη γη και έριχναν τις βόμβες. Όλος ο Πειραιάς έπιασε φωτιά, γιατί ήταν γεμάτος βαπόρια με πυρομαχικά κι έτσι τινάχθηκαν στον αέρα και τα καταστήματα Δραγώνα. Ήταν το ωραιότερο κατάστημα στην πόλη, εξαώροφο, με μπαρ στο ισόγειο και κήπο, λουτρά για το προσωπικό», λέει ο Λέανδρος Δραγώνας. Οι 25 υπάλληλοι μεταφέρθηκαν στο κατάστημα της Αθήνας.

Ο Λέανδρος Δραγώνας

Ο Λέανδρος Δραγώνας

Τα συσσίτια στους εργαζόμενους και το τέχνασμα κατά του πληθωρισμού

Οι εργαζόμενοι από το κατεστραμμένο κατάστημα στον Πειραιά γίνονται δεκτοί με επιφύλαξη από τους συναδέλφους τους στην Αιόλου, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι θα γίνουν απολύσεις σε μια περίοδο, που κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με καταδίκη. «Στην Κατοχή βλέπαμε στη Μητροπόλεως που μέναμε πεθαμένους ανθρώπους στο δρόμο. Οι Γερμανοί τρώγανε αλλά δεν έδιναν στο λαό. Εμείς είχαμε 500 ανθρώπους και κάναμε κάθε μεσημέρι συσσίτια μέσα στα καταστήματα, είχαμε προμηθεύσει με καζάνια και προσφέραμε ένα πιάτο ζεστή φασολάδα κι έτσι ζήσανε οι άνθρωποι», θυμάται ο Λέανδρος Δραγώνας.

Ο ιδιοκτήτης επινοεί όμως και ένα τέχνασμα για να προστατεύσει τους μισθούς των εργαζομένων από το «τέρας του πληθωρισμού» που εκμηδένιζε την αξία του χρήματος στην κατοχική Ελλάδα. «Μία οδοντόκρεμα είχε ένα εκατομμύριο δραχμές και κάθε μέρα ανεβοκατέβαιναν οι τιμές, ανάλογα με την πορεία των τανκς του Ρόμελ στην έρημο! Είπαμε λοιπόν ότι θα είχαμε για τιμάριθμο δύο οκάδες μακαρόνια και δύο οκάδες ψωμί και επί τη βάσει αυτών των τιμών θα παίρνουν το μισθό τους, οπότε οι άνθρωποι δεν αγρυπνούσαν.» Όσον αφορά στις τιμές, οι 470 εργαζόμενοι της επιχείρησης είχαν πάρει χίλια μολύβια και χίλιες γομολάστιχες και κάθε πρωί, έσβηναν κι έγραφαν!

Λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, τον Απρίλιο του 1945, ο Γεώργιος Δραγώνας άφησε την τελευταία του πνοή . Δεν έμαθε ποτέ το τραγικό τέλος του γιου του Σπύρου, τον Ιούλιο του ίδιου έτους σε ηλικία 26 χρόνων. Ο Σπύρος είχε συλληφθεί στη Γερμανία και μεταφέρθηκε στο Νταχάου, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση. Το 1924 είχε πεθάνει σε ηλικία 19 χρόνων και ο πρωτότοκος γιος, Σόλων.

Ο νεότερος γιος της οικογένειας Λέανδρος, εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Έφεδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας και πολέμησε πέντε χρόνια στο πλευρό του Εθνικού στρατού, παρά την «προστασία» που μπορούσε να του εξασφαλίσει η οικονομική επιφάνεια της οικογένειας. Τα βιώματά του είναι σκληρά: «Έχασα 120 συμμαθητές νεκρούς και άλλους 110 χωρίς πόδια, χέρια και χωρίς μάτια. Δεν ήθελα να βάλω μέσο να φύγω, να είμαι στόχος», δηλώνει στη Μηχανή του Χρόνου και θυμάται την περίπτωση γόνου μεγάλης αθηναϊκής οικογένειας ο οποίος – αν και είχε πολεμήσει στην Αλβανία – τουφεκίστηκε, επειδή δωροδόκησε γιατρό με 10 λίρες για να τον βγάλει βοηθητικό».

Το πολυκαταστημα Δραγώνα πριν από την καταστροφή.

Το πολυκατάστημα Δραγώνα πριν από την καταστροφή

Τρεις δεκαετίες προόδου

Κυρίαρχη μορφή διασκέδασης για τους Αθηναίους κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο είναι ο κινηματογράφος. Ο Δραγώνας βάζει έξω από 135 αίθουσες αφίσες με το σλόγκαν: «Ό,τι θέλει ο λαός στου Δραγώνα ασφαλώς». Η επιχείρηση εμπλουτίζει συνεχώς τον κατάλογο με τους κωδικούς των προϊόντων και επεκτείνεται, ενώ αναπτύσσει και εξαγωγική δραστηριότητα.

Ταυτόχρονα, οργανώνει επιδείξεις μόδας και δίνει ιδιαίτερο βάρος στα παιχνίδια μετατρέποντας τον πέμπτο όροφο του πολυκαταστήματος σε παράδεισο για τους λιλιπούτειους πελάτες και σε …κόλαση για τους γονείς.

Διαγωνισμοί παιδικής δημιουργικότητας εξασφαλίζουν δωροεπιταγές σημαντικής αξίας στους νικητές ενώ αναμνηστικά, όπως τα ημερολόγια τσέπης, προσελκύουν όλο και περισσότερους πελάτες.

Σταθερή είναι και η πολιτική απέναντι στους εργαζόμενους, το εβδομαδιαίο ωράριο των οποίων μειώθηκε κατά τρεις ώρες (από 48 σε 45) στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, προκαλώντας αμηχανία στον ανταγωνισμό. Οι υπάλληλοι στα καταστήματα Δραγώνα παρακολουθούν σεμινάρια επιμόρφωσης, ενώ δημιουργούν και ποδοσφαιρική ομάδα.

Στις 25 Νοεμβρίου 1973 η εταιρεία ανοίγει νέο κατάστημα στον Πειραιά στη σημερινή οδό Ηρώων Πολυτεχνείου, το «Δραγώνας JUNIOR», όμως το εγχείρημα δε θα φτάσει την αίγλη του παρελθόντος. Αντίθετα, το νέο πολυκατάστημα στην Αιόλου, που στεγάζει την επιχείρηση από τις 12 Οκτωβρίου του 1978 συγκεντρώνει και πάλι το ενδιαφέρον των Αθηναίων, με κυλιόμενες σκάλες και ρουφ γκάρντεν!

Οι ευρηματικές διαφημιστικές ενέργειες συνεχίζονται: «Έφερα τον Ολυμπιακό το 1980 στα καταστήματα στον Πειραιά. Είχαμε βάλει αγγελία στις εφημερίδες ότι στις 9 το βράδυ θα ερχόταν η ομάδα και από τις 4 ερχόταν σαν μυρμήγκια ο κόσμος. Μετά από μία ώρα μαζεύτηκαν 10 χιλιάδες. Τον επόμενο χρόνο έκανα το ίδιο με τον Παναθηναϊκό στην Αιόλου. Μόλις έφτασαν τα λεωφορεία είχε κλείσει ο δρόμος», λέει ο Λέανδρος Δραγώνας.

Μετά ήρθε η φωτιά…

Το μεσημέρι της 7ης Ιουλίου 1981 έγιναν δύο εμπρηστικές επιθέσεις: η πρώτη στα καταστήματα του Λαμπρόπουλου στον Πειραιά και η δεύτερη, στο κατάστημα του Δραγώνα στην Αθήνα. Είχαν προηγηθεί οι εμπρησμοί του «Μινιόν» και του «Κατράντζου» το Δεκέμβριο του 1980.

«Μετά ήρθε η φωτιά, ήταν τότε Μινιόν, Δραγώνας, Λαμπρόπουλος και Κατράντζος και κάηκαν όλα. Το χειρότερο ήταν ότι τότε είχε έρθει ο Αρσένης και το κράτος δε βοήθησε ούτε μια στάλα.  Να πει, 100 χρόνια υπηρετείς τον ελληνικό λαό και την πατρίδα και έχεις δώσει εκατομμύρια δραχμές σε φόρους, βοήθησέ τους να ανορθωθούν με ένα μεγάλο δάνειο. Τίποτα, καμία βοήθεια, κι έτσι σβήσαμε σιγά – σιγά μετά από 100 χρόνια», καταλήγει ο Λέανδρος Δραγώνας.

Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της 8ης Ιουλίου 1981, οι εμπρησμοί των καταστημάτων Δραγώνα και Λαμπρόπουλου.

Πρώτο θέμα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της 8ης Ιουλίου 1981, οι εμπρησμοί των καταστημάτων Δραγώνα και Λαμπρόπουλου.

Ο ίδιος εμφανίζεται πεπεισμένος πως η φωτιά ήταν έργο τρομοκρατών και δε συμμερίζεται τη φημολογία περί συνομωσίας συμφερόντων που ήθελε να αλλάξει τον εμπορικό χάρτη του κέντρου της Αθήνας. Όπως λέει: «το Μινιόν που ήταν ανταγωνιστής, κάηκε πρώτο, έγινε λαμπάδα και καταστράφηκε τελείως, χρωστούσε 5 δισ. δραχμές στις τράπεζες και είχε και χίλιους ανθρώπους που έμειναν στο δρόμο».

Η επιχείρηση μας είχε ασφαλιστεί για πυρκαγιά αλλά όχι για εμπρησμό κι έτσι τα χρήματα της αποζημίωσης είναι ελάχιστα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους εργαζόμενους. «Έμειναν 600 άνθρωποι στο δρόμο και εφόσον έγινε ζημιά δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να τους πληρώσουμε από το εργατικό δίκαιο. Όμως τους δώσαμε όλη την αποζημίωση την οποία δικαιούνταν σαν να μην είχε γίνει η καταστροφή. Περίμεναν ουρά οι άνθρωποι και πήραν τα λεφτά τους. Όλοι πήραν τα λεφτά τους», τονίζει ο Λέανδρος Δραγώνας.

Τα «Μεγάλα Καταστήματα Δραγώνα» κατεβάζουν ρολά το Μάιο του 1987 μετά από 91 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στην εμπορική ιστορία της Ελλάδας.

Αντλήθηκαν πληροφορίες από το το βιβλίο του δημοσιογράφου Κώστα Χατζιώτη,  «Μεγάλα Καταστήματα Δραγώνα», εκδόσεις Λαβύρινθος.

Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Η μαγική βιτρίνα του πολυκαταστήματος Δραγώνα, την περίοδο των γιορτών. Ο διακοσμητής εκείνης της εποχής θυμάται τις εντυπώσεις των μικρών και περιγράφει έναν έρωτα που γεννήθηκε στο κατάστημα (βίντεο) 

Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Παρακαλούμε σχολιάζετε κόσμια. Υβριστικά σχόλια δεν θα γίνονται αποδεκτά

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

close menu