Γράφει ο δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, υπήρξε κατ’ εξοχήν ένδοξος πόλεμος για τα ελληνικά όπλα, αλλά τραγικός και καταστροφικός για τον ελληνικό πληθυσμό της Δυτικής Θράκης, που ένιωσε τη λευτεριά, αλλά πολύ γρήγορα βρέθηκε σκλαβωμένος από τους νικημένους Βούλγαρους.
Η ιστορία των δύο νικηφόρων Βαλκανικών πολέμων, άρχισε από τις αρχές του 1912 όταν ξεκίνησαν αρχικά οι μυστικές σερβοβουλγαρικές συνομιλίες που οδήγησαν στη σύναψη συνθήκης φιλίας και συμμαχίας. Η Ελλάδα προσχώρησε με πολλές δυσκολίες σ’ αυτή τη συνθήκη το Μάιο του 1912, εξαιτίας των εδαφικών διεκδικήσεων στα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης.
Το φθινόπωρο του 1912, βρήκε τα τέσσερα χριστιανικά κράτη, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο συνασπισμένα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος άρχισε στις αρχές του Οκτωβρίου 1912 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1913 με την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την Ηπείρου.
Όμως, η συνθήκη αμυντικής συμμαχίας, που υπογράφηκε στις 16 Μαΐου 1912 μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας είχε ένα κενό. Δεν περιλάμβανε συγκεκριμένη διάταξη για την διανομή των οθωμανικών εδαφών, που θα απελευθερώνονταν.
Και αυτό, γιατί οι Βούλγαροι αναζητούσαν επέκταση σε εδάφη, στα οποία η Ελλάδα είχε αδιαφιλονίκητους τίτλους, ιστορικούς και δημογραφικούς και δεν ήταν δυνατόν να αποδεχθεί τις απαιτήσεις των Βουλγάρων.
Η Ελλάδα υπέγραψε τη συμφωνία πιστεύοντας στις στρατιωτικές δυνατότητες της και, ειδικά, στην ταχεία προέλαση των δυνάμεών της. Αυτό βέβαια το κενό, ήταν ο αδύναμος κρίκος της ελληνοβουλγαρικής αμυντικής συμφωνίας, για την οποία ο Ελευθέριος Βενιζέλος επικρίθηκε έντονα στην Ελληνική Βουλή στις 2 Μαρτίου 1913. Είχε αναγκασθεί να πει περί μεταξύ άλλων:
«Αφ’ ης πάσα ιδέα μεταρρυθμίσεων εγκατελείφθη, μετά την ολοσχερή κατάπτωσιν της Τουρκικής δυνάμεως εν Ευρώπη, κατά τας διαπραγματεύσεις μεταξύ της Κυβερνήσεως και των συμμάχων εδήλωσα ότι δεν έχομεν την αξίωσιν να εκταθώσι τα όρια της Ελλάδος εν Θράκη, ζητήσας αλλαχού ανταλλάγματα».
Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος είχε ευτυχή κατάληξη για τα συμμαχικά όπλα, αλλά η Βουλγαρία εμφάνισε ηγεμονικές τάσεις, αποβλέποντας σε απόκτηση νέων εδαφών εις βάρος των Σέρβων και των Ελλήνων. Εντωμεταξύ, η συμπεριφορά των Βουλγάρων στους ελληνικούς πληθυσμούς των περιοχών που καταλάμβαναν ήταν εξοντωτική και καταδυναστευτική, με απηνείς διωγμούς.
Η ελληνική πλευρά προσπάθησε μέσω της διπλωματικής οδού να εξομαλύνει την κατάσταση, αλλά τελικά δεν επιτεύχθηκε καμιά συμφωνία. Τα πράγματα οδήγησαν σε συνέχιση του πολέμου, αυτή τη φορά μεταξύ χθεσινών συμμάχων.
Τα πράγματα οδηγήθηκαν σε σύγκρουση
Ήδη από το Νοέμβριο του 1912 είχαν αρχίσει τα μεμονωμένα επεισόδια, που έδειχναν ότι “τρίζει” η ελληνοβουλγαρική συμμαχία. Οι Βούλγαροι δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι έχασαν τη Θεσσαλονίκη!
Πάντως στις 20 Νοεμβρίου οι Τούρκοι υπέγραψαν στην Τσατάλτζα χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας, ανακωχή, ενώ στις ξένες πρωτεύουσες άρχισε να συζητείται η σύναψη συνθήκης ειρήνης. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής είχαν ζητήσει την κατάπαυση του πυρός.
Συμφωνούσαν τα εμπλεκόμενα βαλκανικά κράτη και ορίζονταν το Λονδίνο ως έδρα των σχετικών διαπραγματεύσεων. Τελικά στις 17 Μαΐου 1913, στο ανάκτορο του Αγίου Ιακώβου στο Λονδίνο έγινε κατορθωτή η υπογραφή πρωτοκόλλου προκαταρκτικής ειρήνης, με το οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα παραχωρούσε στα συμμαχικά βαλκανικά κράτη τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας και τη νήσο Κρήτη.
Η αδηφαγία της Βουλγαρίας για τη διανομή των νέων εδαφών, οδήγησε σε συμμαχία τη Σερβία και την Ελλάδα εναντίον της Βουλγαρίας.
Όμως από τα τέλη Απριλίου 1913 είχε αποκρυσταλλωθεί το ενδεχόμενο συγκρούσεων μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων.
Ο φιλοβούλγαρος ανταποκριτής των «Τάιμς» του Λονδίνου Μπάουτσερ τηλεγραφούσε, ότι δεν εξέλιπε ο κίνδυνος σερβοβουλγαρικής σύρραξης και ότι θεωρείτο βέβαιο, πως η διαφορά των δύο κρατών θα λυθεί με ρωσική διαιτησία.
Αρχίζουν οι συγκρούσεις, όχι όμως ο πόλεμος
Οι διπλωματικές εξελίξεις δεν απέτρεψαν τις ένοπλες συγκρούσεις της Βουλγαρίας και από την πλευρά της Σερβίας και από την πλευρά της Ελλάδας.
Ο Βουλγαρικός στρατός του Παγγαίου τη νύχτα της 8ης προς 9η Μαΐου διήλθε από τις γέφυρες της Βουλτσίτσας και του Κοτσακιού και διέβη την γραμμή ανακωχής της ουδέτερης ζώνης η οποία είχε καθορισθεί από τους επικεφαλής των δύο στρατευμάτων.
Επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στις 4 τα ξημερώματα κατά της ελληνικής δύναμης, η οποία αναγκάσθηκε να αμυνθεί. Έτσι άρχισε μια σφοδρή μάχη, που κράτησε όλη τη μέρα, εξακολούθησε με μεγάλο πείσμα έως τη νύχτα και συνεχίσθηκε την επομένη.
Στην σύγκρουση αυτή πήρε μέρος και το Πυροβολικό των δύο στρατών. Σύμφωνα με τον επιτελάρχη του Γενικού Στρατηγείου Βίκτωρα Δούσμανη από τα γεγονότα του Παγγαίου έχασαν τη ζωή τους 51 Έλληνες στρατιώτες και 165 τραυματίσθηκαν. Υπήρχαν επίσης 50 αγνοούμενοι.
Οι Βούλγαροι άρχισαν να κινητοποιούν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις από τη Θράκη προς τη Μακεδονία.
Εξαιτίας των γεγονότων αυτών ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη, αφού ενημερώθηκε από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, και από εκεί με πλοία πήγε προς το Τσάγεζι, όπως αποκαλούσαν το λιμάνι της Αμφίπολης Σερρών.
Σκοπός ήταν να προσεγγίσει εγγύς τα σημεία της προστριβής, για να μελετήσει την κατάσταση και να λάβει συντονισμένα μέτρα, αρχικά με στόχο να μην επαναληφθούν αυτά τα γεγονότα στο μέλλον. Το Γενικό Στρατηγείο έφυγε από την Αθήνα από τις 10 Μαΐου και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Η ελληνική κυβέρνηση διατύπωσε εντονότατη διαμαρτυρία προς την βουλγαρική, ζητώντας να υποχωρήσουν άμεσα οι βουλγαρικές δυνάμεις στις θέσεις που κατείχαν προηγουμένως.
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος με τις εκπληκτικές νίκες των ελληνικών όπλων, άρχισε στις 15 Ιουνίου 1913. Υπήρξε σύντομος και έληξε στις 17 Ιουλίου, όταν άρχισε στο Βουκουρέστι η διάσκεψη ειρήνης με πρώτη τη συμφωνία που επιτεύχθηκε και αφορούσε την κατάπαυση των εχθροπραξιών από το μεσημέρι της επομένης 18 του μηνός.
Η τελική συμφωνία υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου. Η συνθήκη αυτή υπήρξε εντελώς άδικη για τη Δυτική Θράκη και τους κατοίκους της. Αν και απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, παραχωρήθηκε τελικά στην ηττημένη Βουλγαρία. Βέβαια υπέρ της Ελλάδας, κατακυρώθηκε η Ανατολική Μακεδονία.
Άστοχα πυρά κατά του «Αβέρωφ»
Ένα από τα πρώτα χαρακτηριστικά επεισόδια πριν κηρυχθεί και επίσημα ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, ήταν η απόπειρα να χτυπήσουν με πυροβόλα από τις ακτές της Καβάλας, το θωρηκτό «Αβέρωφ» και κάποια άλλα ελληνικά αντιτορπιλικά, που έπλεαν στα διεθνή ύδατα έξω από την Καβάλα.
Ο κυβερνήτης του «Αβέρωφ» και αρχηγός του Στόλου Παύλος Κουντουριώτης, ψύχραιμος και νουνεχής δεν απάντησε στα άστοχα πυρά των Βουλγάρων και έστειλε με τον ασύρματο, το ακόλουθο τηλεγράφημα στις 12 Μαΐου στο Αρχηγείο Ναυτικού:
«Ημέτερον καταδρομικόν κατευθυνόμενον εξ Ανατολών προς κόλπον Ορφανού επυροβολήθη σήμερον 7 και 30 πρωίας έξωθεν Καβάλας εξ αποστάσεως 3 μιλλίων δια 3 βολών τοπομαχικών και κατόπιν δια 3 ομοβροντιών. Θέσεις πυροβολείων δεν διεκρίνοντο υπό καταδρομικού. Ετηλεγραφήσαμεν ταύτα Α.Μ. Βασιλεί.- Κουντουριώτης».
Με άλλο τηλεγράφημα ο Αρχηγός του Στόλου ειδοποιούσε τα αντιτορπιλικά «Σπέτσες» και «Κανάρης» που ακολουθούσαν:
«Εις Καβάλαν έχουσι πράγματι τοπομαχικά, διότι και την διερχομένην πρώτην Μοίρα έβαλλον. Προσέξατε και ειδοποιήσατε λοιπά πλοία- Αρχηγός».
Με επόμενο τηλεγράφημα προς το πλοίο «Σπέτσες» ο Κουντουριώτης συνιστούσε να μεταβεί ανιχνευτικό σκάφος αντί του «Κανάρη» στις Ελευθερές, διότι τα πυροβόλα του «Κανάρη» «δεν έχουν γωνίαν βολής». Συνιστούσε επιπλέον να ερωτηθεί ο κυβερνήτης του «εάν δύναται να βάλλη νεωστί τοποθετηθέντα πυροβόλα».
Εντωμεταξύ, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ειδοποιούσε τον Κουντουριώτη ότι εφόσον θεωρεί ασύμφορη την παραμονή του στο Τσάγεζι, θα μπορούσε να επιστρέψει στη Λήμνο, αφήνοντας μόνο τον «Κανάρη» στη θάλασσα των Ελευθερών.
Αυθημερόν, ο υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς, ειδοποίησε με κρυπτογράφημα την Ελληνική πρεσβεία στη Σόφια στέλνοντας και το τηλεγράφημα του Κουντουριώτη.
«Ακολουθώντας– τόνιζε- την αρχήν ότι δεν ευρισκόμεθα εις εμπόλεμον κατάστασιν μετά της Βουλγαρίας και ότι συμπλοκαί Παγγαίου και επίθεσις Βουλγαρικού στρατού καθ’ ημετέρων έχουσι τοπικόν μόνον και ουχί γενικόν χαρακτήρα, θεωρούμεν τον υπό των Βουλγάρων κανονιοβολισμόν ημετέρου θωρηκτού ως προσβολήν Ελληνικής σημαίας.
Ανακοινούντες ταύτα τω κ. Γκέσωφ (σ.σ. πρωθυπουργός της Βουλγαρίας) εις ού την ευθυκρισίαν και καλήν πίστιν έχομεν απόλυτην πεποίθησιν, θέλετε αξιώσει άμεσον επανόρθωσιν και αυστηράν τιμωρίαν ενόχων πυροβολισμού καθ’ ημετέρου θωρηκτού, επαφίοντες αυτώ έντονον γραπτήν διαμαρτυρίαν».
Ο υπουργός Εξωτερικών έστειλε το τηλεγράφημα αυτό και στους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, ζητώντας να το γνωστοποιήσουν στους προϊσταμένους τους υπουργούς Εξωτερικών «εξαίροντες επιθετικήν στάσιν Βουλγάρων καθ’ ημών εκδηλουμένην εις πάσαν ευκαιρίαν και δια παντός προκλητικού μέσου».
Ο Κορομηλάς ενημέρωσε και το Βασιλέα Κωνσταντίνο, ο οποίος επικοινώνησε αμέσως με τον ναύαρχο Κουντουριώτη, ο οποίος έστειλε στο υπουργείο Ναυτικών το ακόλουθο ενημερωτικό τηλεγράφημα:
«Βασιλεύς μοι ετηλεγράφησεν ότι καλώς έπραξα μη απαντήσας εις πυρ Βουλγάρων, αλλά εγώ μετά πόνου μεγάλου ηνέχθην θρασύτητα Βουλγάρων, αναλογισθείς μόνον ότι θα επροξένουν μεγάλας καταστροφάς εις Έλληνας ως ετηλεγράφησα και εις Βασιλέα. Παρακαλώ κυβέρνησιν διαμαρτυρηθή εντόνως διότι αι βολαί δεν ήσαν άσφαιροι και προς ειδοποίησιν αλλ’ από αρχής ερρίφθησαν σκoπευθείσαι και μετά δολιότητος κατά την διάβασίν μας – Αρχηγός».
Στην Αθήνα ο υπουργός Εξωτερικών ανησυχούσε και στην 1.15΄ τη νύχτα στέλνει και άλλο τηλεγράφημα στην πρεσβεία μας στη Σόφια:
«Τηλεγραφήσατε αν προέβητε εις διαμαρτυρίαν συμφώνως προς χθεσινόν τηλεγράφημα. Επιπροσθέτως διαμαρτυρηθήτε εντονώτατα δια την προσβολήν κατά ημετέρου θωρηκτού. Δικαιολογίας δεν δεχόμεθα προκειμένου περί τοσούτω σοβαράς παραβάσεως συμμαχικών υποχρεώσεων. Επιμείνατε εις άμεσον και αυστηράν τιμωρίαν ενόχων».
Για το επεισόδιο αυτό ο επιτελάρχης Βίκτωρ Δούσμανης στις 13 Μαΐου σε τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Εξωτερικών από το Γενικό Στρατηγείο στη Θεσσαλονίκη ανέφερε ότι η Μοίρα του στόλου έφτασε στο Τσάγεζι. Συμφέρον μας θα ήταν, έλεγε ο Δούσμανης, να μπορέσει να εισέλθει στο λιμάνι της Καβάλας, αλλά αυτό θα όξυνε τις σχέσεις μας.
Η είσοδός του όμως θα υποχρέωνε τους Βουλγάρους να ελευθερώσουν τα ελληνικά ιστιοφόρα που κρατούσαν εκεί με τη βία. Για τα πληρώματά τους δεν υπήρχαν πληροφορίες γιατί οι επικοινωνίες με την Καβάλα είχαν διακοπεί. Υπήρχε μόνο μια πληροφορία ότι σε ένα πλοίαρχο ιστιοφόρου είχε βρεθεί ένα σχεδίασμα δικό του… με την ανύπαρκτη οχύρωση της Καβάλας!
Διαμαρτυρίες είχαν γίνει από το Γενικό Επιτελείο στη Θεσσαλονίκη προς το στρατηγό Χετζαπτσήεφ, ο οποίος δήλωσε αναρμόδιος. Τα πλοία του στόλου ανοιχτά στη θάλασσα, παρατηρούσαν τα όσα συνέβαιναν στη ακτή.
Στις 15 Μαΐου, ο Κουντουριώτης ειδοποιούσε το υπουργείο Ναυτικών ότι η θέση της ελληνικής διλοχίας των Ελευθερών είναι κρισιμότατη. Γι’ αυτό αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την ακτή, όπου ήταν συγκεντρωμένοι και πολλοί πρόσφυγες και καμιά ενίσχυση δεν είχε φτάσει, για να σωθούν οι άνθρωποι.
Οι διπλωματικές υπηρεσίες ειδοποιούν…
Όταν άρχισαν να πυκνώνουν οι συγκρούσεις, στη φάση του ακήρυκτου πολέμου, οι διπλωματικές υπηρεσίες του κράτους λειτούργησαν υποδειγματικά, με τους κατά τόπους προξένους και άλλους διπλωματικούς υπαλλήλους να στέλνουν στο υπουργείο Εξωτερικών λεπτομερείς αναφορές και χρήσιμες στρατιωτικές πληροφορίες από τις Βουλγαροκρατούμενες περιοχές.
Υπενθυμίζουμε ότι μεγάλο μέρος της Θράκης Ανατολικής και Δυτικής και της Ανατολικής Μακεδονίας, κατείχαν ακόμα οι Βούλγαροι, νικητές έναντι των Τούρκων, του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Η Ελλάδα διπλασιάστηκε, αλλά έχασε τη Θράκη
Τελικά ο πόλεμος Ελλάδας- Βουλγαρίας άρχισε στις 16 Ιουνίου 1913, με εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τα Βουλγαρικά τμήματα, που κατά παραχώρηση της Ελλάδας στάθμευαν εκεί. Ακολούθησαν η απελευθέρωση της Νιγρίτας, του Κιλκίς, του Λαχανά και της Δοϊράνης.
Στις 26 Ιουνίου απελευθερώθηκε η Καβάλα, η Στρώμνιτσα, τις επόμενες το Σιδηρόκαστρο και οι Σέρρες. Την 1η Ιουλίου είχαμε την απελευθέρωση της Δράμας και εν συνεχεία του Άνω και Κάτω Νευροκοπίου, του Πετσόβου, της Μαχομίας και την κατάληψη των Στενών της Κρέσνας. Ακολούθησαν η απελευθέρωση της Ξάνθης, του Δεδέαγατς, της Γκιουμουλτζίνας.
Τότε ήταν, που ο ίδιος ο Παύλος Κουντουριώτης ακολουθώντας τους άνδρες του που προχωρούσαν από το Δεδέαγατς προς το Βορρά, έφτασε και διανυκτέρευσε στην Κορνοφωλιά Σουφλίου.
Την ορμή των ελληνικών δυνάμεων σταμάτησε μόνο η συνθήκη του Βουκουρεστίου. Οι Έλληνες, μετά από σειρά νικηφόρων μαχών που κατατρόπωσαν τους Βουλγάρους άνοιγαν το δρόμο να φτάσει ο στρατός μας έως και τη Σόφια. Η Ρωσία και κυρίως ο υπουργός Εξωτερικών Σαζόνωφ, από την αρχή προσπαθούσε να αποτρέψει τη σύγκρουση Ελλάδας-Βουλγαρίας.
Με την επέμβαση και της Αυστρίας αποφασίσθηκε η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων στο Βουκουρέστι για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος πριν αναχωρήσει ενημέρωσε το Βασιλέα Κωνσταντίνο. Η συνάντησή τους έγινε στο σιδηροδρομικό σταθμό του Χατζή Μπεϊλίκ (σήμερα Βυρώνεια).
Στις 28 Ιουλίου 1913 υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης για τον τερματισμό του πολέμου μεταξύ των Βαλκανικών κρατών. Δυστυχώς όμως η Δυτική Θράκη που την είχαν απελευθερώσει οι ελληνικές δυνάμεις και οι περιοχές του Μελένικου και του Νευροκοπίου παραχωρήθηκαν στην ηττημένη Βουλγαρία. Η Δυτική Θράκη, περίμενε την απελευθέρωσή της το Μάιο του 1920…
Πολύ αργότερα στις 10 Απριλίου 1914, η «Ακρόπολις» δημοσίευσε ένα άρθρο συνεργάτη της, ο οποίος έγραφε:
«Τι είδους συνθήκη ήτο αυτή η συνθήκη του Βουκουρεστίου, δεν ημπόρεσα να την εννοήσω. Τι είδους αλληλεγγύη μεταξύ των τεσσάρων Βαλκανικών υπήρξε προς εξασφάλισιν της υπάρξεώς των και των συμφερόντων των εις το μέλλον κατά των δύο αιμοβόρων και πρωτογόνων φυλών της Ανατολής, των Τούρκων και Βουλγάρων, ακόμη ολιγώτερον μοι είναι καταληπτόν. Όλα δι’ ημάς τους Έλληνας αφέθησαν εις την τύχην, εις τα α ν ο ι χ τ ά! Ολόκληρος η ελληνική Θράκη ερρίφθη σήμερον ως βορά εις τα δύο πειναλέα και αιμοδιψή θηρία, τα οποία κατά το περυσινόν κυνήγημα αυτών δια μέσου ορέων, φαράγγων και πεδιάδων επληγώθησαν με και εξηντλήθησαν εκ του ακατασχέτου δρόμου και της πείνης, δεν εψόφησαν δε».
Ο Γεώργιος Σουρής, ο μεγάλος σατιρικός ποιητής, είχε γράψει στο «Ρωμηό»:
«Ειρήνης πανηγύρι
τον κόσμο εξεγείρει.
Παντού χαρά μεγάλη, κανείς μην πολεμή…
επήραμ’ επί τέλους του Νέστου τη γραμμή».
Παρά την απώλεια της Δυτικής Θράκης και των άλλων ελληνικών περιοχών, η Ελλάδα με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους κατά της Τουρκίας και στη συνέχεια κατά της Βουλγαρίας αύξησε την έκταση της επικράτειάς της από 64 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα σε 120 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ ο πληθυσμός της με την πρόσκτηση των Νέων Χωρών από 2,8 εκατομμύρια κατοίκους, ανήλθε σε 5 εκατομμύρια κατοίκους.
Ο διπλασιασμός της έκτασης και του πληθυσμού, είχε θετική επίδραση στην οικονομία και το διεθνές γόητρο της χώρας.
ΠΗΓΕΣ:
*Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας/ΓΕΣ, 1992.
*Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Κεντρική Υπηρεσία 1913 αρ. φακ. 8
*Αρχείο εφημερίδων «Πατρίς» και «Ακρόπολις» Αθηνών,
Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.
Ειδήσεις σήμερα:
- World Athletics. Ο Τεντόγλου υποψήφιος για τον «Αθλητή της Χρονιάς Ανδρών το 2024» στον κόσμο
- Στο ΣτΕ προσέφυγαν οι οδηγοί ταξί για την τοποθέτηση αυτοκόλλητου σήματος κατοχής POS
- Δύο άνθρωποι επικοινώνησαν για πρώτη φορά στα όνειρά τους, σύμφωνα με ισχυρισμό επιστημόνων. Τι έδειξε νέα έρευνα (Βίντεο)
- Τράπερ καταδικάστηκε για κατοχή ναρκωτικών στη Θεσσαλονίκη. Τα προμηθεύτηκε μέσω εταιρείας courier
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ