Καραβόσκυλα και σκυλοπνίχτες. Πώς προέκυψαν οι ναυτικοί χαρακτηρισμοί των πλοίων; Η δυστυχία των σκύλων εν πλω

Καραβόσκυλα και σκυλοπνίχτες. Πώς προέκυψαν οι ναυτικοί χαρακτηρισμοί των πλοίων; Η δυστυχία των σκύλων εν πλω

του συνεργάτη μας, ιστορικού ερευνητή Στέφανου Μίλεση

Πρόκειται για δύο αντίθετους όρους ναυτική προέλευσης, που αποδίδονται σε πλοία διακρίνοντάς τα σε καλοτάξιδα ή μη. Ο προσδιορισμός «σκυλοπνίχτης» αποδίδεται σήμερα στα πλοία που οι επιβάτες νιώθουν ότι δεν είναι ασφαλείς.

Οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί και διαφορετικοί. Να είναι ευάλωτα στους κυματισμούς, ή να παρουσιάζουν μεγάλο ιστορικό ατυχημάτων, βλαβών και καθυστερήσεων ή να ανήκουν σε κάποια εταιρεία ο στόλος της οποίας έχει δημιουργήσει άσχημη φήμη.

Στον αντίποδα παρότι ο χαρακτηρισμός «καραβόσκυλος» αποδίδεται σε ναυτικούς, αποτελεί επίσης έμμεσο χαρακτηρισμό για την ποιότητα ενός πλοίου. Διότι “καραβόσκυλος” χαρακτηρίζεται ο ναυτικός εκείνος, που όταν μπαρκάρει, μένει για καιρό ναυτολογημένος στο πλοίο. Μακρά παραμονή  σημαίνει πως περνάει καλά, πως το πλοίο είναι καλοτάξιδο.

Κοινό στοιχείο των προσδιορισμών «καραβόσκυλα» και «σκυλοπνίχτες» αποτελούν οι σκύλοι, οι πιστοί αυτοί σύντροφοι των ανθρώπων, που αποτέλεσαν και την αιτία γέννησης των ναυτικών χαρακτηρισμών. Πώς όμως προέκυψαν οι όροι;

istiofora

Η λιμενική ζώνη τότε δεν προστατευόταν αλλά έμενε αφύλακτη, αποτελώντας ουσιαστικά συνέχεια του οικιστικού ιστού της πόλης. Τα εμπορεύματα των ιστιοφόρων έμεναν αφύλακτα στα καταστρώματά τους. (Πηγή: Στέφανος Μίλεσης)

Θαλάσσιες μεταφορές με ιστιοφόρα καΐκια

Θα πρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν του λιμανιού του Πειραιά. Τότε που η πόλη άρχισε να εποικίζεται από νησιώτες που κατέφταναν από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους.

Στον αραιοκατοικημένο ακόμα Πειραιά, διέβλεπαν το μέλλον του λιμανιού, που βρισκόταν δίπλα στη νεοσύστατη πρωτεύουσα, την Αθήνα.

Ιστιοφόρα σκάφη, μικρού μεγέθους, εκτελούσαν εμπόριο και μεταφορές προϊόντων και προσώπων από τα νησιά, στο λιμάνι του Πειραιά.

Τα ιστιοφόρα καΐκια, ακόμα και για αποστάσεις που σήμερα μας φαίνονται κοντινές όπως την Αίγινα, την Ύδρα ή τον Πόρο, χρειάζονταν πολλές ώρες ταξιδιού. Ακόμα χειρότερα όταν οι αποστάσεις ήταν μακρινές. Πέραν του χρόνου, τα δρομολόγια πραγματοποιούνταν κάτω από αντίξοες συνθήκες με κύματα, κρύο, καταιγίδες και απρόβλεπτο καιρό. Όταν έφταναν στο λιμάνι του Πειραιά τα μικρά ιστιοφόρα παρέμεναν, μέχρι να πουλήσουν ή να ξεφορτώσουν τα εμπορεύματά τους για να λάβουν στη συνέχεια και πάλι τον δρόμο της επιστροφής. Πολλά καΐκια μεταφέροντας εμπορεύματα, παρέμεναν κατάφορτα για ώρες ή για ημέρες, μέχρι να βρουν τον κατάλληλο αγοραστή.

Οι ναυτικοί, δεν είχαν μόνο μεταφορικό ρόλο, αλλά και εμπορικό. Εκτός από τη μεταφορά, ο κυβερνήτης του ιστιοφόρου σκάφους αναλάμβανε ο ίδιος την πώληση του εμπορεύματος που μετέφερε. Αγόραζε από τον παραγωγό, για παράδειγμα κάρβουνα από το Άγιο Όρος και τα πωλούσε ακριβότερα στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, εξασφαλίζοντας από την διαφορά το κέρδος.

Η χρήση των «καραβόσκυλων».

Αυτό σήμαινε μεγάλη παραμονή στο λιμάνι, με το ιστιοφόρο να μένει κατάφορτο εμπόρευμα. Η λιμενική ζώνη τότε δεν προστατευόταν αλλά έμενε αφύλακτη, αποτελώντας ουσιαστικά συνέχεια του οικιστικού ιστού της πόλης.

Την προστασία του καϊκιού, κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα ολιγομελή πληρώματα είχαν αναθέσει ειδικά κατά την διάρκεια της νύχτας σε σκύλους. Κι αν τύχαινε τη νύχτα της παραμονής της αγοραπωλησίας να βρέξει η αναμονή γινόταν μεγαλύτερη. Διότι το κάρβουνο που ήταν εκτεθειμένο στην κουπαστή βάραινε και ο έμπορος δεν το αγόραζε, αφού θα ζυγιζε περισσότερο και θα το πλήρωνε ακριβότερα.

Η ανάγκη φύλαξης του εμπορεύματος, γινόταν μεγαλύτερη ανάλογα με το πόσο καιρό το κατάφορτο καΐκι θα έμενε πλευρισμένο στο λιμάνι.

Οι σκύλοι των σκαφών αναλάμβαναν αυτό το έργο. Για αυτό και ονομάστηκαν καραβόσκυλοι καθώς ζούσαν πάνω στις κουπαστές των ιστιοφόρων.

Οι προβλήτες αποτελούσαν έναν διαρκή κίνδυνο από τους δεκάδες περιφερόμενους γαβριάδες και άλλους απάχηδες του λιμανιού, πού ζούσαν όχι από κάποια εργασία αλλά αρπάζοντας την όποια ευκαιρία τους παρουσιαζόταν. Οι κλοπές εμπορευμάτων ιστιοφόρων αποτελούσαν μια από τις κύριες ενασχολήσεις τους.

Ο καραβόσκυλος ήταν ο καλύτερος φύλακας καθώς πάνω στο κατάστρωμα ξυπνούσε με τα γαυγίσματα το κατάκοπο πλήρωμα, στην περίπτωση που κάποιος προσπαθούσε να ανέβει στην κουπαστή. Τυχερός ήταν ο καραβόσκυλος που ζούσε σε μεγάλο σκάφος και διαβίωνε στην κουπαστή του. Με τον καιρό το «προσωνύμιο» του καραβόσκυλου πέρασε από τα σκυλιά στους ανθρώπους και χαρακτήριζε τους ναυτικούς που κατέγραφαν μεγάλη παραμονή στα πλοία, έχοντας ως σπίτι την κουπαστή και τους άλλους χώρους του πλοίου.

istiofora

Ο καραβόσκυλος ήταν ο καλύτερος φύλακας καθώς πάνω στο κατάστρωμα ξυπνούσε με τα γαυγίσματα το κατάκοπο από το ταξίδι πλήρωμα, στην περίπτωση που κάποιος προσπαθούσε να ανέβει στην κουπαστή. (Πηγή: Στέφανος Μίλεσης)

Οι «Σκυλοπνίχτες»

Όταν το εμπόρευμα πουλιόταν, τα μεγάλα ιστιοφόρα αναχωρούσαν από τον Πειραιά για εύρεση νέου φορτίου.  Για τα μικρά όμως ιστιοφόρα, η αναχώρηση από το λιμάνι όταν η κακοκαιρία μαινόταν δεν ήταν μόνο δύσκολη για τους ανθρώπους, αλλά και επικίνδυνη για την επιβίωση των σκύλων του καταστρώματος.

Οι καημένοι οι καραβόσκυλοι παρέμεναν στις ρηχές κουπαστές των καϊκιών, σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού και πολλοί χάνονταν στην διαδρομή, όταν τα κύματα σάρωναν το καΐκι.

Τα καραβόσκυλα δύσκολα κρατιούνταν πάνω στις κουπαστές, όταν επί τέσσερις και παραπάνω ώρες τα κύματα, αλλεπάλληλα σάρωναν την επιφάνειά τους. Στα μικρά ιστιοφόρα σκάφη οι καραβόσκυλοι άλλαζαν διαρκώς καθώς παρουσίαζαν μεγάλη θνησιμότητα.

Οι μόνιμοι της προκυμαίας του Πειραιά, βαρκάρηδες, αχθοφόροι, λούστροι, φορτωτές κ.α., έβλεπαν διαρκώς στα ίδια μικρά ιστιοφόρα σκάφη να φέρουν διαφορετικούς καραβόσκυλους. Έτσι τα καΐκια αυτά καλούνταν «σκυλοπνίχτες» εννοώντας ότι κανείς σκύλος δεν έμενε πάνω τους, ζωντανός για μεγάλο χρονικό διάστημα.

istiofora

Για τα μικρά όμως ιστιοφόρα, η αναχώρηση από το λιμάνι όταν η κακοκαιρία μαινόταν δεν ήταν μόνο δύσκολη υπόθεση για τους ανθρώπους, αλλά και επικίνδυνη για την επιβίωση των σκύλων του καταστρώματος. (Πηγή: Στέφανος Μίλεσης)

Η συμμετοχή των τσούρμων στην απόφαση

 Πολλές φορές τα ολιγομελή πληρώματα των καϊκιών, συζητούσαν μεταξύ τους για το τι ήταν φρονιμότερο να πράξουν. Ζύγιζαν τον καιρό, τα σύννεφα, τον άνεμο, τις κατευθύνσεις του. «Σοροκάδα καπετάνιο» θύμιζε ο ναύτης απευθυνόμενος στον καπετάνιο. Για τα μικρά σκάφη ήταν άτιμος τούτος ο καιρός. Φουσκοθαλασσιά με πολλά κύματα και αφρούς, κατάπινε όχι μόνο τους καραβόσκυλους του καταστρώματος, αλλά και τα πλεούμενα.

Διπλή σκέψη για αναχώρηση, που σε κάθε περίπτωση ήταν εξαρτημένη και από άλλους παράγοντες. Αν είχε για παράδειγμα το καΐκι εξασφαλίσει το επόμενο μπάρκο ή αν οι δουλειές πήγαιναν καλά ή αν το τσούρμο είχε οικονομική στενοχώρια.

Έτσι όπως ήταν όλοι μαζεμένοι στο κατάστρωμα τα ζυγίζανε και ο καπετάνιος έβγαζε την τελική απόφαση για την παραμονή ή το φευγιό από το λιμάνι. Όλοι μαζί βλέπανε τη θάλασσα στον ορίζοντα, βλέπανε αν ίδια στο μέγεθος σκάφη έμεναν στον λιμάνι. Δύσκολες εποχές και οι μέρες αδράνειας ήταν χαμένος καιρός, άσκοπη καθυστέρηση.

Ο εκσυγχρονισμός που έδιωξε τους τετράποδους φύλακες

Τα χρόνια πέρασαν, η εξέλιξη της ναυτιλίας, η βελτίωση των μέσων και των βοηθημάτων πλοήγησης και κυρίως η χρήση ατμομηχανών  βελτίωσε τις συνθήκες ασφαλείας, συντόμευσε τις αποστάσεις. Η δημιουργία οργανωμένης αρχής διαχείρισης του λιμανιού, προσέφερε με τα χρόνια προφυλαγμένες προβλήτες και προστασία εμπορευμάτων. Οι καραβόσκυλοι έπαψαν πια να αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση φύλαξης του εμπορεύματος, αλλά και όσοι υπήρχαν είχαν εξασφαλίσει μακροβιότητα στα ταξίδια.  Ωστόσο στη ναυτική διάλεκτο διασώθηκε η ορολογία για τα καράβια που δεν εμπνέουν ασφάλεια. Τους «σκυλοπνίχτες».

Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Παρακαλούμε σχολιάζετε κόσμια. Υβριστικά σχόλια δεν θα γίνονται αποδεκτά

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

close menu