«Ξαφνικά είδα τη μορφή ενός Γερμανού στρατιώτη κι άκουσα τα λόγια του που θα τα θυμάμαι μέχρι να πεθάνω: “Τζέρμαν σόλντατ μπουμ-μπουμ”.
Ακολουθήσανε αμέσως τρεις πυροβολισμοί και μια κραυγή. Έτρεξα… Ο Γερμανός είχε σκοτώσει τη γυναίκα μου… Αγκάλιασα το ματωμένο σώμα της.
Με την άκρη του ματιού μου είδα μια σιλουέτα ν’ απομακρύνεται. Ήταν ο Γερμανός που κρατούσε το καλάθι με τ’ αυγά. Χρόνια μετά, κάθε βράδυ, μόλις κοίμιζα τα τέσσερα ανήλικα ορφανά μου και ξάπλωνα στο κρεβάτι, έβλεπα την ίδια σιλουέτα να κρατάει το καλάθι με τ’ αυγά… Έχεις σκεφτεί, αγαπητέ μου φίλε, πώς ένα καλάθι με αυγά στοίχισε όσο η ζωή της γυναίκας μου;».
Η παραπάνω συγκλονιστική κατάθεση ανήκει στον Νικόλαο Σωτήρχο, από τα Χώστια της Βοιωτίας. Υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας όχι μόνο της αποτρόπαιας δολοφονίας της συζύγου του, αλλά και της ολοσχερούς καταστροφής του χωριού του, στα τέλη του καλοκαιριού του 1943.
Ήταν το διάστημα 27 – 31 Αυγούστου, όταν τα Χώστια ήρθαν αντιμέτωπα με το ειδεχθές πρόσωπο των Γερμανών. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά και τα γειτονικά χωριά της Δομβραίνας και της Θίσβης.
2.000 Γερμανοί στρατιώτες, με δεκάδες τανκς και φορτηγά αυτοκίνητα και ακολουθούμενοι από Έλληνες συνεργάτες από την Κούλουρη, διέταξαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Ακολούθως, σκόρπισαν τον όλεθρο. Λεηλάτησαν και έκαψαν και τα τρία χωριά που είχαν συνδράμει τους μαχητές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Εκατοντάδες σπίτια έγιναν παρανάλωμα του πυρός, με αποτέλεσμα οι ντόπιοι να καταφύγουν σε σπηλιές και χαλάσματα. Οι δωσίλογοι έκαναν πλιάτσικο σε πολύτιμα ειδή και τα φόρτωσαν στα γερμανικά οχήματα. Τα αποκαΐδια και τα συντρίμμια ήταν οι εικόνες που κυριαρχούσαν πολύ καιρό μετά.
11 πατριώτες, που έμειναν πίσω, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Οι Γερμανοί δεν έδειξαν έλεος ούτε στους πλέον αδύναμους. Πέταξαν σε μια χαράδρα το πτώμα του ιερομόναχου Αγαθάγγελου Αγγέλου, δολοφόνησαν μετά από ανελέητο ξύλο τον 83χρονο Πέτρο Κόντη και πυροβόλησαν στα πόδια τον Βασίλη Αργύρη, ο οποίος ήταν τυφλός.

Μπλόκο γερμανικών στρατευμάτων σε ελληνικό χωριό. Αρχείο ΜτΧ
Η πυρπόληση των μοναστηριών και η εκτέλεση του ιερομόναχου
Από το μένος των Γερμανών δεν γλίτωσαν ούτε δύο ιστορικά μοναστήρια της περιοχής: η Μονή της Μακαριώτισσας, που εκείνη την εποχή φιλοξενούσε πολλούς αρρώστους από τα γύρω χωριά, και η Μονή του Οσίου Σεραφείμ.
«Άρχισαν να καίνε τα κελιά της μονής, τους ξενώνες και το ηγουμενείο. Άθικτο άφησαν μόνο το οίκημα του ναού. Χρησιμοποιούσαν πάντα την ίδια μέθοδο, όταν επρόκειτο να κάνουν πυρπόληση. Άφηναν στη μέση του δωματίου ένα κουτάκι, που είχε στο εσωτερικό του εμπρηστική βόμβα, και βγαίνοντας το πυροβολούσαν. Αμέσως το οίκημα έπαιρνε φωτιά και καιγότανε σαν λαμπάδα», έγραψε στο έργο του «Θυσία στο βωμό της λευτεριάς» ο Γιώργος Κατσιμπάρδης, ο θείος του οποίου εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στη Μονή Μακαριώτισσας.
Με προτεταμένα πυροβόλα, οι κατακτητές συνέλαβαν τους περίπου 100 κατοίκους που βρίσκονταν στον ιερό χώρο και τους υποχρέωσαν να στέκονται με τα χέρια ψηλά. «Σε κάποια στιγμή, που ο καλόγερος Αγαθαγγέλου σκόνταψε στο μονοπάτι και κατέβασε απότομα και ασυναίσθητα τα χέρια του για να μην πέσει, οι Γερμανοί τον πυροβολήσανε. Το σώμα του ρασοφόρου καλόγερου γύρισε στην άκρη του γκρεμού.
Η μπότα του Γερμανού κινήθηκε τότε με δύναμη, χτύπησε το αιματοβαμμένο σώμα στην κοιλιά και τό’ σπρωξε προς τη χαράδρα. Δεν είχαν περάσει μερικά δευτερόλεπτα και ο υπόκωφος γδούπος που ακούστηκε, έδειχνε ότι το άψυχο κορμί του καλόγερου είχε φτάσει στο βάθος του γκρεμού», διηγείται ο κ. Κατσιμπάρδης.

Ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος Αγγέλου, ένας από τους 11 μάρτυρες του Αυγούστου του 1943. Πηγή εικόνας: βιβλίο Γιώργου Μαστροδήμου «Φύγετε γιατί έρχονται… Ίκνι ψε βίνιν…»
«Τα χωριά Χώστια, Κακόσι και Δομβραίνα δεν υπάρχουν πια!»
Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, οι μνήμες δεν “έσβησαν”. Αξέχαστη παραμένει ιδιαιτέρως η προκήρυξη των κατοχικών αρχών, η οποία εκδόθηκε στις 31 Αυγούστου 1943 με αποδέκτη «τον λαόν των επαρχιών Θηβών και Λεβαδείας»:
«Τα χωριά Χώστια, Κακόσι [σ.σ.: παλιά ονομασία της Θίσβης] και Δομβραίνα δεν υπάρχουν πια! Ο πληθυσμός τα έχει εκκενώσει, τα έχει εγκαταλείψει. Ο πόλεμος έφερε την ανάγκη και τη δυστυχία. Γιατί; Διότι τα παραπάνω χωριά υποστήριξαν τους αντάρτες και συνεργάστηκαν μαζί τους. Τα γερμανικά όπλα έχουν τον λόγον. Οι αντάρτες, μόλις αντικρύσουν τα πυροβόλα μας, το βάζουν στα πόδια.
Για σκεφτήτε καλά! Διακόψτε τις σχέσεις σας με τους αντάρτες. Κλίστε γι’ αυτούς τα σπίτια σας. Όταν μαθαίνετε ότι κάπου υπάρχουν αντάρτες, να το αναφέρετε αμέσως στα γερμανικά στρατεύματα. Λέγετε στους αντάρτες να καταθέσουν τα όπλα. Θα το κάνετε αυτό; Τότε θα ζήσωμε μαζί σας ειρηνικά. Δεν θα το κάνετε; Τότε θα αναγκασθήτε να αφήσετε τα σπίτια σας και τα χωριά σας να καταστραφούν».

Οι Γερμανοί αποχωρούν μετά την ολοκλήρωση του καταστροφικού τους έργου και οι Έλληνες δωσίλογοι μεταφέρουν τα κλοπιμαία. Πηγή εικόνας: βιβλίο Γιώργου Μαστροδήμου «Φύγετε γιατί έρχονται… Ίκνι ψε βίνιν…»
Το μέγεθος της καταστροφής επιβεβαίωσε και ο Φρανκ Μουνκ, διευθυντής εκπαιδεύσεως της ΟΥΝΡΑ. Επισκέφθηκε τη Δομβραίνα στις αρχές του 1945 και είδε τις συγκινητικές προσπάθειες των κατοίκων να σταθούν ξανά στα πόδια τους, μολονότι μαστίζονταν από την ελονοσία και τη δυσεντερία, την έλλειψη στέγης και τροφής, μα πάνω απ’ όλα από τα ψυχικά τραύματα που “κουβαλούσαν”.
Η αφορμή και ο πραγματικός λόγος του ολοκαυτώματος
Το ολοκαύτωμα των τριών μαρτυρικών χωριών του Νομού Βοιωτίας ήταν τα αντίποινα των κατακτητών για τον πυροβολισμό που δέχθηκε ένας Γερμανός υπαξιωματικός από αντάρτες του ΕΛΑΣ έξω από τη Δομβραίνα. Το περιστατικό συνέβη στις 24 Αυγούστου 1943, στη θέση «Καλίγωμα», όπου μια γερμανική μοτοσικλέτα πραγματοποιούσε αναγνωριστική πορεία προς το χωριό.
Ο Γερμανός που τραυματίστηκε από τα πυρά των ανταρτών, ήταν ο συνεπιβάτης, όμως δεν αποδείχθηκε ποτέ ότι σκοτώθηκε. Παρά ταύτα, ο Γερμανός διοικητής της Αλιάρτου, Ταγματάρχος Ορτς Μάγιερ, εξοργίστηκε και έδωσε εντολή να εφαρμοστεί ο άτεγκτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο «για κάθε νεκρό Γερμανό αξιωματικό, έπρεπε να εκτελεστούν 50 Έλληνες».
Στην πραγματικότητα, με βάση επίσημες αναφορές του γερμανικού επιτελείου, είχε ούτως ή άλλως δοθεί γενική διαταγή να χτυπηθούν και να εξολοθρευθούν όλες οι εστίες της Αντίστασης στην Ελλάδα.
Στα μέσα Αυγούστου του 1943, δύο γερμανοϊταλικές στρατιωτικές μονάδες ξεκίνησαν από τη Θήβα και τις Πλαταιές, με στόχο να διεξαγάγουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Ελικώνα, στους πρόποδες του οποίου βρίσκονται η Δομβραίνα, η Θίσβη και τα Χώστια.
Και τα τρία χωριά αποτελούσαν ένα από τα προπύργια των ανταρτών, γι’ αυτό μπήκαν εξαρχής στο στόχαστρο των κατοχικών δυνάμεων, σύμφωνα με τον Γιώργο Κατσιμπάρδη:
«Οι ένοπλες δυνάμεις του ΕΛΑΣ βρίσκονταν μέσα στα χωριά, έκαναν παρελάσεις σε σχηματισμούς τακτικού στρατού, έστηναν φυλάκια στα ανατολικά της Δομβραίνας προς τη Θήβα, φρουρούσαν τον επαρχιακό δρόμο και είχαν εγκαταστήσει τηλεφωνικό δίκτυο […] Η συνεργασία των κατοίκων με τους μαχητές της Αντίστασης έκανε τους κατακτητές να μην τολμάνε και να μην μπορούν να πατήσουν στην περιοχή».

Ομάδα Γερμανών στρατιωτών στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αρχείο ΜτΧ
«Να ξαναζωντανέψει η ιστορία αυτών των ανθρώπων»
Το κάψιμο των τριών ιστορικών χωριών της Βοιωτίας αποτελεί μία λιγότερο γνωστή πτυχή της ιστορίας της Κατοχής στην Ελλάδα, την οποία αναδεικνύει με διεξοδικό, εύληπτο και παραστατικό τρόπο το βιβλίο του ιστορικού ερευνητή από τη Θίσβη, Γιώργου Μαστροδήμου «Φύγετε γιατί έρχονται… Ίκνι ψε βίνιν…», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα.
«Ο τίτλος είναι η σπαρακτική κραυγή του τελάλη της περιοχής, ο οποίος, σαν άγγελος αρχαίας τραγωδίας, προειδοποιεί τους κατοίκους για το κακό που έρχεται και έτσι αποτρέπει ακόμη μεγαλύτερα δεινά», λέει στη «Μηχανή του Χρόνου» ο κ. Μαστροδήμος και διευκρινίζει ότι το «Ίκνι ψε βίνιν» είναι απόδοση στα αρβανίτικα.

Το βιβλίο του Γιώργου Μαστροδήμου «Φύγετε γιατί έρχονται… Ίκνι ψε βίνιν…» πραγματεύεται το ολοκαύτωμα τριών χωριών της Βοιωτίας, το καλοκαίρι του 1943
Το βιβλίο, πλούσιο σε γραπτά ντοκουμέντα και προφορικές μαρτυρίες, προλογίζει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμος Β’ και το εμπλουτίζουν με τις παρεμβάσεις τους ο Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Θανάσης Χρήστου, οι δημοσιογράφοι Γιώργος Σιακαντάρης και Γιώργος Λακόπουλος και διάφοροι ακόμη συντελεστές. Ξεχωριστή θέση έχουν, επίσης, ένα κείμενο του αείμνηστου Απόστολου Σάντα και μια επιστολή που έστειλε στον συγγραφέα ο Μίκης Θεοδωράκης, λίγες ημέρες πριν φύγει από τη ζωή.
«Πάντα είχα στο μυαλό μου ότι πρέπει να γραφτεί ένα βιβλίο, για να μείνει ένα σημάδι, ένα ενθύμιο της μεγάλης θυσίας. Ζώντας τα παιδικά μου χρόνια στα τρία χωριά, κράτησα εικόνες και μνήμες, μαζί με την ανάγκη να ψάξω και να αναδείξω τα τραγικά γεγονότα. Αυτά τα γεγονότα της ιδιαίτερης πατρίδας μου, που από μικρό παιδί άκουγα από τον αείμνηστο πατέρα μου, νεαρό δάσκαλο της εποχής εκείνης και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, με έκαναν να αισθάνομαι ένα χρέος. Να ξαναζωντανέψει η ιστορία αυτών των ανθρώπων που δεν ήσαν ήρωες, ήσαν μάρτυρες», περιγράφει ο κ. Μαστροδήμος.
Τα ονόματα των 11 μαρτύρων του Αυγούστου του 1943 (σε παρένθεση τα μέρη, στα οποία εκτελέστηκαν):
- Επαμεινώνδας Κορογιάννος (Μονή Μακαριώτισσας)
- Γιώργος (Γάτσης) Κατσιμπάρδης (Μονή Μακαριώτισσας)
- Ιερομόναχος Αγαθάγγελος Αγγέλου (Μονή Μακαριώτισσας)
- Ελένη Κοβάνη (Χώστια)
- Γιώργος Παπαϊωάννου (Χώστια)
- Ελένη Σωτήρχου (Χώστια)
- Ευάγγελος Κόντης (Δομβραίνα)
- Πέτρος Κόντης (Δομβραίνα)
- Βασίλης Αργύρης (Δομβραίνα)
- Βασίλης Σταμάτης (Δομβραίνα)
- Λουκία Μπαρδώσα (Δομβραίνα)
Η αρχική φωτογραφία προέρχεται από διόραμα της κατοχής- αρχείο Μηχανή του Χρόνου

Ειδήσεις σήμερα:
- Κατάργηση δυο αργιών και περικοπές 44 δισ προτείνει η κυβέρνηση της Γαλλίας. Η απειλή της Λεπέν
- Μητσοτάκης για ΟΠΕΚΕΠΕ: «Θα πάρουμε τα λεφτά πίσω από τους κλέφτες»
- Μεγάλη φωτιά στην περιοχή του Μαρμαρά στην Τουρκία. Ο καπνός έφτασε μέχρι και την Αττική (βίντεο)
- Θέμα στον ισπανικό Τύπο η Μουρτζούκου: «Serial killer μωρών, έπαιζε πνίγοντας την αδελφή της»
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ