“Το τραύμα μου είχε γεμίσει σκουλήκια που έτρωγαν τη σάρκα μου. Όσα ζήσαμε δεν αξίζουν να συμβούν ούτε στον χειρότερο εχθρό”. Αλήθειες που πονάνε και πληγώνουν από μια 86χρονη αντάρτισσα του Εμφυλίου

“Το τραύμα μου είχε γεμίσει σκουλήκια που έτρωγαν τη σάρκα μου. Όσα ζήσαμε δεν αξίζουν να συμβούν ούτε στον χειρότερο εχθρό”. Αλήθειες που πονάνε και πληγώνουν από μια 86χρονη αντάρτισσα του Εμφυλίου

Κοκόσα Παναγιώτα

Ετών 86

Γεννήθηκε στο χωριό Λουτρό Καρδίτσας.

Την ιστορία της συμπεριέλαβε η Ζαφειρώ Ματζάρη στο βιβλίο της, “Μικροί Πρωταγωνιστές, Μεγάλα Γεγονότα”.

Το κείμενο με τη μαρτυρία της Κοκόσας, που ακολουθεί, είναι  απόσπασμα από το βιβλίο.

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –

Πριν προλάβει ν’ ανακουφιστεί το χωριό από τη γερμανική κατοχή, ξέσπασε το δεύτερο αντάρτικο.

Μας ‘σήκωσαν’ τότε οι δεξιοί και μας πήγαν σ’ άλλο χωριό, στο οποίο αλωνίζαμε πρώτα με τα ζώα και έπειτα με τις κουμπίνες.

Μέσα από αυτά τα χωράφια οι εθνικόφρονες συνέλαβαν τον αδερφό του μπαμπά μου και άλλους δύο θείους μου και τους φυλάκισαν με την κατηγορία της αριστερής ιδεολογίας.

Ένα βράδυ οι αντάρτες κατέβηκαν από τα βουνά και γύριζαν τα σπίτια επιστρατεύοντας νέους ανεξαρτήτου φύλου, δίνοντας εντολή να συγκεντρωθούμε όλοι στο σχολείο.

Μαζί μου ήταν και ο πατέρας μου, ο οποίος με βαριά καρδιά με βοηθούσε να βρω τον δρόμο για το βουνό.

Εκείνο το βράδυ, η οικογένειά μου καθόταν μαζεμένη στο δωματιάκι δίπλα από τη σόμπα, όταν ξαφνικά ακούσαμε βήματα στις ξύλινες σκάλες που οδηγούσαν στην πόρτα που κάποιος χτύπησε επίμονα.

«Παναγία μου! Θα πάρουν το κορίτσι», φώναξε η γιαγιά μου και έτρεξε στην είσοδο ρωτώντας τους άντρες τι γύρευαν στο σπίτι μας.

«Ήρθαμε να πάρουμε τη συναγωνίστρια», απάντησαν. «Όχι, έχουμε το παιδί μας πάνω (στα βουνά) θα πάρετε και το κορίτσι; Ύστερα εμείς τι θα κάνουμε» παρακάλεσε η γιαγιά μου.

«Γιαγιά να φέρουμε ζώα και να σας πάρουμε όλους επάνω στο βουνό;» ρώτησε ο αντάρτης και όταν αυτή του απάντησε αρνητικά, μου έδωσαν διαταγή να πάω στο σχολείο απ’ όπου θα φεύγαμε για το βουνό.

Για να φτάσουμε στον Γράμμο έφτανε μόνο μια στάση σ’ ένα χωριό και ένα γεύμα.

Κάθε φορά που καλούμασταν να πιάσουμε τα όπλα και να πάμε για μάχη φροντίζαμε να ανυψώνουμε το ηθικό μας με επαναστατικά τραγούδια.

Μάλιστα, τραγουδούσαμε με τη συνοδεία κλαρίνου, φωνάζοντας και γελώντας σαν κάθε φορά να χαιρετούσαμε τα νιάτα μας.

Σε μια μάχη χάσαμε πολλούς αντάρτες εξαιτίας της θέσης μας.

Συγκεκριμένα, ο στρατός βρισκόταν ψηλά στο βουνό κι εμείς χαμηλότερα με αποτέλεσμα να έχει πλήρη ορατότητα, ενώ εμείς μηδαμινή.

Μας θερίσανε λοιπόν κι όσοι από μας δεν πεθάναμε τρέξαμε να κρυφτούμε.

Εγώ με μια άλλη αντάρτισσα μείναμε γι’ αρκετή ώρα πίσω από μια κοτρόνα μέχρι που μας τέλειωσαν οι σφαίρες.

Πανικοβλήθηκα, της πρότεινα να φύγουμε «όχι κάτσε μου είπε, θα βρούμε τρόπο να παραδοθούμε και θα γλυτώσουμε». Δεν την άκουσα και έτρεξα να ξεφύγω.

Στο δρόμο αντάμωσα πολλούς σκοτωμένους, πράγμα που με συνέθλιβε ακόμη περισσότερο ψυχολογικά.

Για καλή μου τύχη λίγα μέτρα παρακάτω βρήκα τους ζωντανούς συναγωνιστές μου κι έφυγα για τα λημέρια.

Εκείνη τη μέρα ανάμεσα στα θύματα ήταν ο λοχαγός και ο ταγματάρχης του λόχου.

Στη βάση τρεφόμασταν με μπομπότα και με σούπα.

Η ψείρα μας έτρωγε στο σώμα και στα μαλλιά, λουζόμασταν στα ρέματα.

Οι σχέσεις μας, εμάς των γυναικών, με τους αντάρτες έπρεπε να είναι τυπικές, στην αντίθετη περίπτωση επεσύρονταν ποινές.

Τον κανονισμό αυτόν τον παρέβλεψε μια διμοιρίτισσα η οποία αγαπήθηκε μ’ ένα αντάρτη κι έχασε τη ζωή της.

Στρατός ήμασταν, δεν πηγαίναμε στα βουνά γι αυτό το λόγο, αν αγαπιόμασταν ελεύθερα θα γεμίζαμε το βουνό παιδιά!

Μια άλλη αντάρτισσα πιάστηκε από άντρες του στρατού και βιάστηκε επανειλημμένως, στο τέλος τη χτύπησαν στη μέση και την άφησαν παράλυτη.

Εγώ τραυματίστηκα στις 10 Αυγούστου, όταν οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ εναντίον μας.

Έσκασε ο όλμος δίπλα μου, ενώ προσπαθούσα να ξεφύγω και τρία βλήματα μπήκαν στο σώμα μου. Φώναξα τη συντρόφισσά μου, τη Βασιλική να με βοηθήσει, έτρεξε η καημένη και με πήρε στους ώμους της. «Άσε είμαι ζεστή ακόμη θα περπατήσω», της απάντησα.

Όπως προχωρούσαμε είχα την ανάγκη να πιω νερό, γύρω μας δεν φαινόταν καμία πηγή κι έτσι γονάτισα κι ήπια νερό από τα χαλίκια.

Πήγαμε τελικά στη νοσοκόμα, η οποία μου έδεσε τις πληγές, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παραπάνω εξαιτίας της σοβαρότητας της κατάστασης.

Από εκεί μ’ έστειλαν στην Κορυτσά πάνω σ’ ένα φτιαχτό φορείο, το οποίο αποτελείτο από δυο μακριά ξύλα και μια κουβέρτα.

Ξάπλωσα πάνω του και δεν άργησα να πέσω στο έδαφος, καθώς η κουβέρτα ήταν σάπια και δεν με άντεξε.

Αμέσως, με πήραν στους ώμους τους δύο παλικάρια, ενώ εγώ ταυτόχρονα έχανα τον κόσμο, δεν έβλεπα τίποτα και ένιωθα να ‘σβήνω’.

Με τα πολλά έφτασα στο νοσοκομείο, όπου άνοιξα τα μάτια μου και τραγούδησα το τραγούδι, ‘έβγα μάνα να με δεις και να με καμαρώσεις’.

Εκεί με παρέλαβαν οι αρμόδιοι γιατροί και μου έκαναν ενέσεις για να σταματήσει η αιμορραγία.

Μου δίνανε να φάω, εγώ αρνιόμουν ζητώντας επίμονα νερό, το οποίο μου απαγορεύανε.

Το ‘νοσοκομείο’ ήταν θέατρο και είχαν όλους τους τραυματίες ξαπλωμένους στα διάφορα σημεία του.

Εγώ και κάτι άλλα κορίτσια βρισκόμασταν ακριβώς στη σκηνή του θεάτρου.

Για αρκετές μέρες ένιωθα μια ιδιαίτερη ενόχληση στο ένα από τα τρία τραύματα και έτσι φώναξα τη νοσοκόμα να το δει.

Όταν αυτή έσκυψε από πάνω μου έκπληκτη διαπίστωσε ότι το βαθύ τραύμα μου είχε γεμίσει σκουλήκια που έτρωγαν τη σάρκα μου.

Δύο χούφτες σκουλήκια έπεσαν από πάνω μου, όταν η νοσοκόμα έριξε ένα υγρό όμοιο με νερό.

Από κει με πήγαν στα Τίρανα για να μου βγάλουν δήθεν τα βλήματα, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα.

Ο επόμενος ‘νοσοκομειακός’ σταθμός μου ήταν στην Ελλάδα.

Μάλιστα, το βλήμα που βρισκόταν στο πίσω μέρος του κορμιού μου έγινε δύο φορές πιο επικίνδυνο για τη ζωή μου, επειδή μάζευε πύον.

Βρέθηκα λοιπόν ξανά στο στρατόπεδο απ’ όπου δόθηκε εντολή ότι η 103 μεραρχία θα φύγει για τη Θεσσαλία.

Ήρθε κι ένας γιατρός για να μας ελέγξει και να πιστοποιήσει αν μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε την πορεία. Τελικά βρεθήκαμε στη Βέροια.

Εγώ καιγόμουν από τον πυρετό, ένα παιδάκι με είδε και ειδοποίησε όλη τη φάλαγγα λέγοντας: «Μια συναγωνίστρια είναι πολύ άρρωστη, θα πεθάνει αν δεν τη βοηθήσει κάποιος».

Το έμαθε ο καπετάνιος, έφερε το άλογό του και μ’ έβαλε πάνω του.

Η αδυναμία μου δεν μ’ άφηνε να στηριχτώ όρθια πάνω στο ζώο και ο τελευταίος με έβριζε άσχημα κάθε φορά που έχανα την ισορροπία μου.

Μετά από αρκετή ώρα βγήκαμε στο Βέρμιο, σταματήσαμε σε μια δασώδη περιοχή να ξεκουραστούμε.

Μας έδωσαν κι από ένα κουτί γάλα, χωρίς μια φέτα ψωμί, για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας και να συνεχίσουμε.

Κατεβήκαμε στη Νάουσα, στον Άγιο Νικόλαο, την οποία και ‘κρατήσαμε’ τρεις ημέρες.

Την κάψαμε, τη ρημάξαμε, όσο μας έριχνε ο στρατός τόσο απαντούσαμε εμείς.

Μπήκαμε στα σπίτια και βρήκαμε κουβέρτες του κουτιού, αλλά τις αφήσαμε στη θέση τους και φύγαμε.

Μετά από μας πέρασαν από το σημείο οι μαυροσκούφηδες του στρατού, οι οποίοι είχαν ως αποστολή το πλιάτσικο και τα έκλεψαν όλα.

Την τέταρτη μέρα φύγαμε, δεν ξέρω τον ακριβή λόγο, ίσως κατέφθασαν στρατιωτικές ενισχύσεις και οπισθοχωρήσαμε.

Μπήκαμε σ’ ένα σπίτι, για να βάλουμε εναντίον του στρατιωτικού νοσοκομείου.

Είχα την αρμοδιότητα του ακροβολιστή, ο στρατός χτυπούσε εναντίον μας με αποτέλεσμα η μπροστινή κοπέλα από μένα να πάθει κοιλιακό τραύμα και τα έντερά της να πεταχτούν έξω από το σώμα της κι εγώ να λαβωθώ με μια σφαίρα στο πόδι, η οποία ευτυχώς πέρασε ανάμεσα από τα δάχτυλα του ποδιού και σφήνωσε στο άρβυλό μου.

Τότε κάποιοι αντάρτες μου είπαν να πάω στο κόκκινο το σπίτι που φαινόταν στον ορίζοντα, στο οποίο στεγαζόταν η νοσοκόμα, για να γιατρευτώ.

Ο πόνος από αυτό το τραύμα ήταν ακόμη μεγαλύτερος από τα προηγούμενα τρία, διότι εκείνα με ‘καίγανε, ενώ αυτό με πονούσε.

Μετά από το νοσοκομείο συγκεντρωθήκαμε πολλοί τραυματίες σ’ ένα μέρος για να φύγουμε από εκείνο το σημείο, αλλά οι υπόλοιποι αντάρτες μας ξέχασαν κι έφυγαν χωρίς εμάς.

Τότε εμφανίστηκε ένας γιατρός και είπε: “Όσοι μπορείτε να περπατήσετε φύγετε, ειδάλλως θα σας πιάσουν το πρωί οι μαυροσκούφηδες”.

Ευτυχώς για εμάς πέρασε μια διμοιρία και μας πήρε, εγώ ήμουν ανεβασμένη πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι με το πόδι μου παγωμένο και ακίνητο.

Αφού κάναμε μια στάση σ’ ένα ακατοίκητο αντάρτικο σπίτι, για να ξεκουραστούμε φτάσαμε στα Λουτρά, απ’ όπου μας πήρε ένα αυτοκίνητο και μας πήγε στο Πρέσοβο στο νοσοκομείο.

Από το Πρέσοβο, παρά τις αντιρρήσεις του Τίτο περάσαμε στη Τσεχοσλοβακία, όπου εργάστηκα σ’ ένα καναβουργείο και έπειτα στο Μπορνό, όπου δούλεψα σε διάφορα εργοστάσια.

Από κει μια ομάδα ανταρτών πήγαμε στην Πράγα έχοντας στα χέρια μια σημαία του Στάλιν.

Αυτοί μόλις μας είδαν αναφώνησαν: «Graecia Partisan», εκδήλωσαν τη χαρά τους και στο γυρισμό μας γέμισαν με δώρα.

Εκείνα τα χρόνια πολεμούσαμε για τα ιδανικά μας, όμως ήταν τόσο δύσκολα όσα ζήσαμε που δεν αξίζουν να συμβούν ούτε στον χειρότερο εχθρό. Τέτοια χρόνια να μην ξανάρθουν.

Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Wikimediamtx Commons

Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Γεωργία Δούκα. Η θρυλική αντάρτισσα που άφησε το νοσοκομείο για να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή

Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Παρακαλούμε σχολιάζετε κόσμια. Υβριστικά σχόλια δεν θα γίνονται αποδεκτά

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

close menu