Έγκλημα στο Μαρούσι. Ο ανιψιός που κατακρεούργησε θεία και ξαδέρφη με κατσαβίδι. Τα κίνητρα της δολοφονίας

Έγκλημα στο Μαρούσι. Ο ανιψιός που κατακρεούργησε θεία και ξαδέρφη με κατσαβίδι. Τα κίνητρα της δολοφονίας

Τον Ιούνιο του 1965, μια ευκατάστατη 51χρονη μαζί με την 16χρονη ανιψιά της βρέθηκαν κατακρεουργημένες στο κρεβάτι τους σε βίλλα στο Μαρούσι. Ο 26χρονος ανιψιός ήθελε να εκδικηθεί τη θεία του, που προτίμησε να βοηθήσει την ξαδέρφη του παρά εκείνον.

H 51χρονη θεία ζούσε για χρόνια στον Πειραιά. Όταν διαγνώστηκε με άσθμα, οι γιατροί τη συμβούλεψαν να αλλάξει τόπο διαμονής με καλύτερη ποιότητα αέρα. Μαζί με το σύζυγό της, που ήταν πλοίαρχος στο εμπορικό ναυτικό, νοίκιασαν μια βίλλα στο Μαρούσι.

Για να μην είναι μόνη της, όταν ο άντρας της θα έφευγε σε μακρινά ταξίδια, μαζί με την 51χρονη έμενε και η 16χρονη ανιψιά της για να της κάνει παρέα και να βρίσκεται πιο κοντά στο σχολείο της, το Αρσάκειο. Κάτι όχι και τόσο ασυνήθιστο εκείνη την εποχή.

Εκείνη την περίοδο, ο 26χρονος ανιψιός της ήταν ναυτεργάτης σε φορτηγό σκάφος και θεωρούσε τη δουλειά του πολύ δύσκολη. Για αυτό, αποφάσισε να εγκαταλείψει το σκάφος και να επιστρέψει στις σπουδές του στην τεχνική σχολή.

Είχε μοιραστεί τη σκέψη του με τον θείο του, ο οποίος του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει και ότι θα του παραχωρήσει ένα δωμάτιο στη βίλλα στο Μαρούσι. Όμως, η 51χρονη είχε κοντά της την 16χρονη.

Σύμφωνα με τον 26χρονο, ο ίδιος είχε επισκεφτεί τη θεία του επανειλημμένως και την παρακάλεσε να μείνει κι αυτός μαζί της, αλλά εκείνη δεν του έδωσε οριστική απάντηση.

Πρωτοσέλιδο σε εφημερίδα για το έγκλημα στο Μαρούσι (Αρχείο Μηχανή του Χρόνου)

Το τελευταίο τηλεφώνημα

Στις 24 Ιουνίου 1965, η 51χρονη από το εξοχικό της μίλησε στο τηλέφωνο με μία φίλη και γειτόνισσά της.

«Τι γίνεστε; Είστε ακόμη ζωντανή, όπως διαπιστώνω. Και εγώ τα ίδια», είπε η γειτόνισσα.

«Βρίσκομαι ακόμη στη ζωή και ελπίζω, ότι ο μεγαλοδύναμος θα μου χαρίσει μερικά χρόνια ακόμη για να δω την ανιψούλα μου παντρεμένη», απάντησε η Λαζάρου.

«Οι φόβοι σου είναι αδικαιολόγητοι, γιατί το κλίμα εδώ είναι καλό και όπως και η ίδια ομολογείς, είδες μεγάλη βελτίωση στην κατάστασή σου», της είπε η φίλη της. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που την άκουσε.

Έπειτα, η 51χρονη πήγε στο μπακάλικο της γειτονιάς για ψώνια και το μεσημέρι επέστρεψε στο σπίτι της. Έκτοτε, χάθηκαν τα ίχνη της.

Οι πρώτες ανησυχίες

Η 51χρονη είχε δώσει σε έναν άλλον της ανιψιό, που ήταν 25 ετών, το αυτοκίνητό της, καθώς εκείνη λόγω προβλήματος υγείας δε μπορούσε να το χρησιμοποιεί. Επικοινωνούσαν τακτικά μεταξύ τους, σε περίπτωση που ήθελε να τη μεταφέρει κάπου.

Στις 25 Ιουνίου 1965, την πήρε τηλέφωνο και δεν απάντησε. Πήγε και στο σπίτι της, αλλά δεν άνοιγε στα κουδούνια. Ο ανιψιός της δεν πίστεψε ότι είχε συμβεί κάτι περίεργο, γιατί θεώρησε ότι θα είχε πάει εκδρομή μαζί με την ανιψιά της.

Αυτοί που άρχισαν να ανησυχούν ήταν οι συγγενείς από το Πειραιά, μεταξύ των οποίων και η μητέρα της 16χρονης, η οποία έπαιρνε επανειλημμένως τηλέφωνα και δεν απαντούσε κανείς.

Τελικά, αφού ο 25χρονος ήρθε σε επικοινωνία με τη μητέρα της 16χρονης, πήγε στη βίλλα. Ζήτησε τα κλειδιά από τη φίλη και γειτόνισσα της θείας του, στην οποία τα είχε αφήσει γιατί μόνο εκείνη εμπιστευόταν.

Χωροφύλακες ερευνούν τη βίλλα στο Μαρούσι (Αρχείο Μηχανή του Χρόνου)

Ο εντοπισμός των πτωμάτων και το αποτρόπαιο θέαμα

Μόλις μπήκε στο σπίτι, ήρθε αντιμέτωπος με μία πολύ άσχημη μυρωδιά. Τότε ήταν που άρχισε να ανησυχεί.

Κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο και αντίκρισε το φρικιαστικό θέαμα: τα πτώματα της θείας του και της ανιψιάς του παραμορφωμένα από τυμπανισμό. Τις βρήκε στο κρεβάτι, το οποίο ήταν γεμάτο από αίμα. Η 16χρονη από τη μέση και κάτω ήταν γυμνή.

Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι το κορίτσι είχε 4 μαχαιριές στο λαιμό και η γυναίκα 2 μαχαιριές στο λαιμό και στο αριστερό μάτι. Έφεραν και μεταθανάτια τραύματα, γιατί ο δράστης συνέτριψε τα κρανία τους με κατσαβίδι.

Ο ιατροδικαστής συμπέρανε ότι, για να μην πεταχτούν τα αίματα στον τοίχο, ο δράστης ταυτόχρονα με τα χτυπήματα γονάτισε στο στήθος των θυμάτων, ρίχνοντας όλο το βάρος του στα σώματά τους. Με τα ελεύθερα χέρια στρίμωξε το κεφάλι της καθεμίας στο στρώμα και στα σεντόνια. Έτσι, οι πίδακες αίματος δεν λέρωσαν το ρούχα του, επειδή απορροφήθηκαν από τα κλινοσκεπάσματα.

Το κρεβάτι όπου βρέθηκαν τα πτώματα της 51χρονης και της 16χρονης (Αρχείο Μηχανή του Χρόνου)

Οι έρευνες των αρχών

Παρά τις εξονυχιστικές έρευνες, οι αρχές δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν πώς ο δράστης μπήκε στη βίλλα.

Η πρώτη υπόθεση ήταν ότι επρόκειτο για ληστεία, γιατί οι δράστες άνοιξαν τα συρτάρια, έσπασαν ντουλάπες, πέταξαν ρούχα και πράγματα στο πάτωμα, ψάχνοντας χρήματα.

Οι αρχές βρήκαν στο εξοχικό ένα βιβλιάριο καταθέσεων στην Εμπορική Τράπεζα 39.300 δραχμών και μια απόδειξη της ΔΕΗ 6.000 δραχμών με ματωμένο δαχτυλικό αποτύπωμα, το οποίο αποδείχθηκε ότι προήλθε από γάντι.

Περαστικοί έξω από τη βίλλα στο Μαρούσι (Αρχείο Μηχανή του Χρόνου)

Όμως, επειδή δεν βρήκαν κάποια παραβίαση στα παράθυρα ή την πόρτα θεώρησαν ότι ο  δράστης μπήκε με αντικλείδι, το οποίο θα μπορούσε να βγάλει κάποιος συγγενής.

Έτσι, οι έρευνες άρχισαν να εξετάζουν την υπόθεση ως έγκλημα εκδίκησης για οικονομικές διαφορές. Η 51χρονη σχεδίαζε να κάνει κληρονόμο της περιούσιας -της δικής της και του συζύγου της- την ανιψιά της. Αυτό θα μπορούσε να εξαγριώσει ορισμένους συγγενείς που θα έμεναν «στην απ’ έξω».

Για αυτό το λόγο, η χωροφυλακή συνέλαβε τρεις συγγενείς της 51χρονης, εκ των οποίων ο 26χρονος.

O 26χρονος ανιψιός (Αρχείο Μηχανή του Χρόνου)

Η καταδίκη του 26χρονου και τα ψυχικά νοσήματα

Οι αρχές θεώρησαν δράστη των στυγερών δολοφονιών τον 26χρονο, γιατί η θεία του είχε προτιμήσει να ενισχύσει την ξαδέρφη του και όχι εκείνον. Κατά την ανάκριση δεν δυσκολεύθηκαν να ξεσκεπάσουν το έγκλημα.

Όπως αναφέρουν ειδησεογραφικά μέσα της εποχής, είχε «βεβαρημένο κληρονομικό παρελθόν», γιατί ο πατέρας του νοσηλευόταν με νευρική διαταραχή. Έτσι, θεωρούσαν τον 26χρονο ως «ψυχικά ανώμαλο».

Το Κακουργιοδικείο Αθηνών τον καταδίκασε δις σε θάνατο χωρίς ελαφρυντικά για την ανθρωποκτονία της θείας του και της ξαδέρφης του. Το δικαστήριο των συνέδρων έκρινε ότι ο 26χρονος ήταν επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια.

Ο δράστης άκουσε την καταδίκη του ατάραχος. Όταν ο πρόεδρος του είπε ότι μπορεί να ασκήσει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου ακολούθησε ο εξής διάλογος:

26χρονος: «Δεν άκουσα τι είπατε»

Πρόεδρος: «Μπορείτε να ασκήσετε αναίρεση»

26χρονος: «Προσωπικά εγώ;»

Πρόεδρος: «Οι συνήγοροί σας»

26χρονος: «Καλά, ας κάνουν ό,τι θέλουν»

Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr