Η “ποιητική αυτοκτονία” του λογοτέχνη Περικλή Γιαννόπουλου, λόγω ερωτικής απογοήτευσης. Θεωρούσε τους Έλληνες ξενομανείς, φραγκοραγιάδες και η σκέψη του επηρέασε σημαντικούς διανοούμενους

Η “ποιητική αυτοκτονία” του λογοτέχνη Περικλή Γιαννόπουλου, λόγω ερωτικής απογοήτευσης. Θεωρούσε τους Έλληνες ξενομανείς, φραγκοραγιάδες και η σκέψη του επηρέασε σημαντικούς διανοούμενους
8 Απριλίου 1910. O συγγραφέας και δοκιμιογράφος, Περικλής Γιαννόπουλος, είχε σχεδιάσει προσεκτικά την τελευταία πράξη της ζωής του. Πρώτα κατέστρεψε τα αδημοσίευτα γραπτά και όλες τις φωτογραφίες του και ταχυδρόμησε στους φίλους του δελτάρια από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, που απεικόνιζαν έναν ακέφαλο ιππέα.

“Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος” είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας».

Η αυτοκτονία

Έτσι και έκανε. Κατέβηκε στον Σκαραμαγκά με ένα νοικιασμένο κάρο, έλυσε το άλογο και έφιππος μπήκε στη θάλασσα, όπου αυτοκτόνησε με μία σφαίρα στο κεφάλι.

Ήταν ντυμένος στα λευκά. Το ρολόι, που βρέθηκε στην τσέπη του είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. “Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του”, έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.

Μία εβδομάδα ακριβώς πριν από την αυτοκτονία του, ο Γιαννόπουλος είχε στείλει επιστολή στον ίλαρχο Κρίτσα, με την οποία τον ενημέρωνε για την τελευταία του πράξη.

Τον προειδοποίησε ότι θα μεταβεί στον Σκαραμαγκά να αυτοκτονήσει καθώς “αηδίασε από τη ζωή”.

Τον παρακάλεσε μάλιστα αν το πτώμα του ξεβραστεί από τη θάλασσα να τον ρίξει πάλι.

Δεν ήθελε να τον θάψουν αλλά το πτώμα του να γίνει τροφή για τα ψάρια.

Δέκα ημέρες μετά την αυτοκτονία του, η σορός του Γιαννόπουλου βγήκε στη στεριά. Το ρεπορτάζ της εφημερίδας “Πατρίς” έγραφε ότι το πτώμα, ήταν περιποιημένο, στολισμένο με ένα στεφάνι από λουλούδια και μυρωδιά από μύρα. Ο αστυνομικός της Ελευσίνας εξήγησε ότι την ημέρα που εντοπίστηκε το πτώμα είδε δύο γυναίκες να καταφθάνουν το πρωί με τρένο από το εξωτερικό και να περιποιούνται τη σορό με μύρα και άνθη. Στη συνέχεια έφυγαν από το σημείο, χωρίς να κάνουν γνωστή την ταυτότητα τους.

Μία από αυτές ήταν η ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου. Ήταν η πρώτη γυναίκα που σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών σπάζοντας το άβατο της Σχολής με προσωπική της παρέμβαση στον βασιλιά Γεώργιο Α’. Ζωγράφιζε στην ύπαιθρο με ένα περίστροφο. Της το είχε δώσει ο πατέρας της για προστασία. “Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι”, της είχε πει. Τότε η Σοφία το έκρυψε στην τσάντα της. Με αυτό το όπλο χρόνια αργότερα έδωσε τέλος στη ζωή του, ο αγαπημένος της, Περικλής Γιαννόπουλος.

Ο έρωτας με τη Σοφία Λασκαρίδου

Ήταν ο πατέρας του πνευματικού κινήματος του ελληνοκεντρισμού, ο οποίος επηρέασε σε σημαντικό βαθμό σε  το έργο του Ίωνα Δραγούμη, του Άγγελου Σικελιανού, του Γεώργιου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη.

Γεννήθηκε το 1870 στην Πάτρα. Η οικογένειά του είχε τις ρίζες της στο Βυζάντιο. Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να σπουδάσει ιατρική, γράφτηκε τελικά στη Νομική της Αθήνας, την οποία ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Άρχισε να μεταφράζει έργα ξένης λογοτεχνίας και να γράφει δικά του «πεζά ποιήματα», ενώ στη συνέχεια  στράφηκε στην αρθρογραφία και τα δοκίμια, τα οποία δημοσίευε σε αθηναϊκές εφημερίδες. Στα ιδεολογικά μανιφέστα που εκδίδει, εκφράζει τις ελληνοκεντρικές του ιδέες. Γράφει για το ελληνικό χρώμα και την ελληνική γραμμή, ενώ καταγγέλλει την αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας: την ξενομανία ή τον «φραγκοραγιαδισμό», όπως την αποκαλούσε ο ίδιος. Οι “περικλογιαννοπούλειες ιδέες” διχάζουν. Από άλλους θεωρήθηκε ρομαντικός ενώ από άλλους υβριστής.

O Γιαννόπουλος σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. Πίστευε στο απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής.

Γι΄αυτό και ο δεσμός του με τη Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν ευρέως γνωστός.

Ο τύπος της εποχής περιέγραφε ότι του άρεσε να περπατά μόνος του και να ρεμβάζει. Σε έναν από αυτούς τους περιπάτους γνώρισε τυχαία την Σοφία Λασκαρίδου. Λίγες ημέρες αργότερα της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της.

«Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο», της είπε γελώντας. «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου».

Όταν ο Γιαννόπουλος τη ζήτησε σε γάμο, ο πατέρας της αρνήθηκε. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη. Η Σοφία Λασκαρίδου συνέχισε να είναι αφοσιωμένη στην τέχνη της.

Το μόνο που ήθελε ήταν να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκείνη όμως τα κατάφερε με προσωπική της παρέμβαση στο βασιλιά Γεώργιο Α’. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της και μαζί με το πτυχίο της εξασφάλισε μια υποτροφία στο εξωτερικό.

Το ύστατο χαίρε και ο δραματικός απολογισμός

Λίγο πριν αποχωριστούν το ζευγάρι συναντήθηκε στο Σκαραμαγκά.

“Αν σε χάσω ποτέ, ψιθύρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό. Θα φύγω μυστικά κι ωραία. Θα εξαφανιστώ. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος. Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου. Γέλασε νευρικά. Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου.”

Ο Τύπος της εποχής περιέγραφε τον Γιαννόπουλο ως μία φυσιογνωμία μελαγχολική, που δεν μιλούσε πολύ στους γύρω του και ήθελε να μένει μόνος του. Πάλευε να συνειδητοποιήσει ότι είχε χάσει για πάντα την αγαπημένη του.

Στις 8 Απριλίου πήγε μαζί με φίλους του στον κινηιματογράφο και στη συνέχεια σε ένα κέντρο. Χωρίς διάθεση κάποια στιγμή τους άφησε και έφυγε. Το ίδιο βράδυ της έγραψε: «Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου»

Η Λασκαρίδου πήρε αμέσως το τρένο από το Μόναχο για να ταξιδέψει στην Αθήνα.

Μαζί με τη φίλη της Ελένη Νεφ κατέβηκαν στον Σκαραμαγκά, εκεί όπου βρήκαν και περιποιήθηκαν το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου.

Λίγο μετά την κηδεία, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ωστόσο δεν τα κατάφερε. Επέστρεψε στο Μοναχό, συνέχισε τις σπουδές της και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην τέχνη της.

Πληροφορίες αντλήθηκαν από το ρεπορτάζ του Φρέντυ Γερμανού το 1961

Διαβάστε ακόμη στη “ΜτΧ”: Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, που «σκότωσε» και τους δύο ποιητές του Μεσοπολέμου

Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Παρακαλούμε σχολιάζετε κόσμια. Υβριστικά σχόλια δεν θα γίνονται αποδεκτά

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

close menu