Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 1964, στο βάθρο των μαραθωνοδρόμων νικητών, δίπλα από τον “ξυπόλητο” χρυσό ολυμπιονίκη Αμπέμπε Μπικίλα, στεκόταν ο Ιάπωνας πρωταθλητής Κοκίτσι Τσουμπουράγια. Απογοητευμένος που δεν κέρδισε την πρώτη θέση, ο Ιάπωνας αθλητής, επιδόθηκε σε εντατικές προπονήσεις για τους επόμενους Ολυμπιακούς στο Μεξικό το 1968.

Λίγους μήνες πριν την έναρξη των Αγώνων, ο Τσουμπουράγια επιβλήθηκε σε εγχείρηση στη σπονδυλική του στήλη λόγω τραυματισμού. Οι γιατροί απέκλεισαν το ενδεχόμενο συμμετοχής του στους Ολυμπιακούς. Στις 9 Ιανουαρίου 1968, αυτοκτόνησε με χαρακίρι. Αισθάνθηκε ότι δεν εκπλήρωσε το πεπρωμένο του και τις προσδοκίες μιας χώρας, που προφανώς ο ίδιος είχε ανεβάσει σε ένα ονειρικό επίπεδο. Η χώρα του δεν είχε κάποια ιδιαίτερη παράδοση στο άθλημά του.

Ο Ιάπωνας στρατιώτης και μαραθωνοδρόμος

Ο Κοκίτσι Τσουμπουράγια (Kokichi Tsuburaya) γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1940 στην πόλη Σουκαγκάβα της Φουκουσίμα. Η αγάπη του για τον στίβο ξεκίνησε από την παιδική του ηλικία ενώ κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας οι επιδόσεις του βελτιώθηκαν σημαντικά. Πήρε μέρος σε δεκάδες αγώνες δρόμου στην Ιαπωνία των 5.000 και 10.000 μέτρων, στους οποίους έβγαινε νικητής.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο τον Οκτώβριο του 1964, ο Κ. Τσουμπουράγια έκανε το διεθνές ντεμπούτο του. Σύσσωμος ο λαός της Ιαπωνίας όπως και ο ίδιος πίστευαν στη νίκη του.

Στις 14 Οκτωβρίου τερμάτισε έκτος στα 10.000 μέτρα, με επίδοση 28:59:04.

Στις 21 Οκτωβρίου, ήταν ο μαραθώνιος. Ο Αιθίοπας ολυμπιονίκης έφτασε πρώτος στη γραμμή τερματισμού.

Δεύτερος ο άγγλος Μπέιζιλ Χέιτλι και τρίτος ο Τσουμπουράγια, με ελάχιστη διαφορά. Μόλις έξι κλάσματα του δευτερολέπτου.

O Koκίτσι Τσουμπουράγια στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών του 1964 (Πηγή: Wikimediamtx Commons)

Παρά την επιτυχία του ο Ιάπωνας αθλητής δήλωνε εξαιρετικά απογοητευμένος από το χάλκινο μετάλλιο και δήλωσε: “Έκανα ένα αδικαιολόγητο λάθος μπροστά στον ιαπωνικό λαό. Πρέπει να επανορθώσω τρέχοντας και σηκώνοντας ψηλά την ιαπωνική σημαία στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες, στο Μεξικό”.

Πράγματι, από την επόμενη μέρα των Ολυμπιακών στο Τόκιο και για τα επόμενα τέσσερα έκανε καθημερινά εντατικές προπονήσεις. Στόχος του ήταν το χρυσό και τίποτα λιγότερο.

Στα τέλη του 1967, διεγνώσθη με λουμπάγκο και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Όμως, η “γιατρειά” του έφερε βαρύ τίμημα, καθώς η συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς κατέστη ουσιαστικά αδύνατη.

Ήταν τόση η θλίψη του, που στις 9 Ιανουαρίου του 1968 αποφάσισε να αυτοκτονήσει κάνοντας χαρακίρι, στον χώρο που προπονούταν. Βρέθηκε νεκρός κρατώντας το χάλκινο μετάλλιό του. Πριν αυτοκτονήσει φρόντισε να αφήσει ευχαριστήριο σημείωμα στους γονείς, τα αδέρφια και τους προπονητές του, στο οποίο εξηγούσε τους λόγους αυτοκτονίας του. Στο τέλος του μηνύματος προς τους γονείς έγραφε:

“Αγαπητέ μου πατέρα και αγαπητή μου μητέρα, ο Κοκίτσι είναι πολύ κουρασμένος για να τρέξει πια. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε”.