Οι ντομάτες ταξίδεψαν από την Αμερική και τα “εξωτικά” κολοκυθάκια πωλούνταν ανά τεμάχιο. Τα προϊόντα που άλλαξαν η ελληνική κουζίνα

Οι ντομάτες ταξίδεψαν από την Αμερική και τα “εξωτικά” κολοκυθάκια πωλούνταν ανά τεμάχιο. Τα προϊόντα που άλλαξαν η ελληνική κουζίνα

Η ντομάτα, η πατάτα, τα κολοκυθάκια, τα φασόλια και το καλαμπόκι, που έχουν ταυτιστεί με την ελληνική κουζίνα, δεν ήταν ντόπια προϊόντα, αλλά έγιναν μέσα στην πάροδο του χρόνου.

Στην πραγματικότητα ήρθαν ως “εξωτικά” προϊόντα της Αμερικής τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη και άρχισαν να καλλιεργούνται και να καταναλώνονται συστηματικά από τους Έλληνες, τρεις αιώνες μετά.

Η “Μηχανή του Χρόνου”, στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνας για την ιστορία της διατροφής των Ελλήνων, συνομίλησε με την καθηγήτρια διατροφής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αντωνία Μάταλα, η οποία επιβεβαίωσε ότι η ελληνική γη μέχρι τότε παρήγαγε άλλες τροφές.

“Η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, μέχρι και τον 19ο αιώνα, τρέφονταν με τα λαχανικά που ευδοκιμούσαν από την αρχαιότητα στην περιοχή, όπως το πράσο, το κρεμμύδι, το λάχανο και τα χόρτα. Οι ντομάτες, τα κολοκυθάκια, τα φασόλια, το καλαμπόκι, οι πατάτες και οι μελιτζάνες άρχισαν να καλλιεργούνται στην Ελλάδα, μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα”.

Για αρκετές δεκαετίες, τα συγκεκριμένα προϊόντα θεωρούνταν πολυτέλεια για το μέσο νοικοκυριό.

“Ήταν τόσο ακριβά, που τα αγόραζαν μόνο οι πλούσιες οικογένειες. Μάλιστα το κολοκυθάκι ήταν τόσο ακριβό, ώστε πουλιόταν ανά τεμάχιο”.

Η ντομάτα και η χωριάτικη ήρθαν στα χρόνια του Όθωνα

Η ντομάτα μεταφέρθηκε από τις Άνδεις στην Ισπανία και από εκεί στη Νάπολη τον 16ο αιώνα. Στην Ελλάδα, παρέμενε άγνωστη μέχρι και το 1838, που την έφεραν οι μάγειρες του Όθωνα.

Οι εξιδικευμένοι Βαυαροί μάγειρες, άρχισαν να δημιουργούν σάλτσες και σαλάτες με βάση την ντομάτα, οι οποίες εμπλούτισαν το ελληνικό τραπέζι. Η καλλιέργειά της, όμως, στον ελλαδικό χώρο έγινε μετά από πολλές δεκαετίες.

Η πρώτη καλλιέργεια ντομάτας έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα στα νησιά των Κυκλάδων και αργότερα δημιουργήθηκαν και άλλες ελληνικές ποικιλίες, όπως το ντοματάκι της Σαντορίνης, το οποίο έγινε διάσημο και περιζήτητο.

Στην Ελλάδα, η ντομάτα παρέμενε άγνωστη μέχρι το 1838, όταν την έφεραν οι μάγειρες του Όθωνα.

Η μεγάλη τομή έγινε όταν η ντομάτα μετατράπηκε σε σάλτσα, σε μία προσπάθεια να συντηρηθεί με αλάτι και να στεγνώσει στον ήλιο. Για να παρασκευάσουν τον σημερινό πελτέ άπλωναν σε ταψιά τις ντομάτες, αλάτιζαν και τις άφηναν στις ταράτσες των σπιτιών, για να αφυδατωθούν από τον ήλιο.

Η κονσερβοποίηση της ντομάτας άρχισε το 1920.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Γιώργο Ζακυνθινό, “η κονσερβοποίηση της ντομάτας ξεκίνησε με γυαλί και βάζο. Αρχικά οι άνθρωποι δεν ήξεραν μέχρι ποιες θερμοκρασίες μπορεί να γίνει η συγκεκριμένη διαδικασία και τις περισσότερες φορές τα βάζα έσπαγαν. Έτσι, συσκευάστηκαν μέσα σε κουτάκια από κασσίτερο, που υπάρχουν μέχρι και σήμερα”.

Οι ντομάτες μπορεί να ήρθαν στην Ελλάδα από πολύ μακριά , αλλά η χωριάτικη σαλάτα μπορεί να θεωρηθεί ένα αμιγώς ελληνικό πιάτο, που οφείλεται στην εφευρετικότητα του Ελληνίδας μαγείρισσας που ανάμειξε τα νέα λαχανικά με το ελαιόλαδο και την παραδοσιακή φέτα.

Η πατάτα

Οι ιθαγενείς της Νότιας Αμερικής γνώριζαν την πατάτα 4.000 χρόνια πριν ξετρελάνει τους Ευρωπαίους. Τον 16ο αιώνα εισήχθη μέσω Ισπανίας στην Ευρώπη και μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στη Γαλλία και στις γειτονικές χώρες.

Οι Γάλλοι την ονόμασαν μήλο της γης, και στα ελληνικά ονομάστηκε γεώμηλο. Το 1800, έφτασε στα Επτάνησα ενώ ένας περιηγητής περνώντας από τη Ζάκυνθο το 1817, ανέφερε:

“Στην Ζάκυνθο είδα τα πρώτα σημάδια του πολιτισμού: πατάτες, φρέσκο βούτυρο και κρεμάλες!”

Ο Καποδίστριας πρότεινε την εισαγωγή και την καλλιέργεια της πατάτας, ως ένα φθηνό, θρεπτικό και εύκολα παραγόμενο προϊόν.

Η πατάτα ευδοκιμούσε σε κάθε είδους έδαφος, προσφέροντας μεγαλύτερη σοδειά από το σιτάρι και τη βρόμη. Δεν χρειαζόταν εκτεταμένες πεδιάδες και μεγάλα ζώα για όργωμα. Ήταν μία οικονομική και θρεπτική τροφή σε μια εποχή που τα σιτηρά δεν επαρκούσαν για καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού.

Ήδη πριν την έλευση του Καποδίστρια, η καλλιέργεια της πατάτας είχε προταθεί από τον έμπορο και μετέπειτα γερουσιαστή Ναυπλίου, Γεώργιο Αντωνόπουλο. Συγκεκριμένα, είχε δηλώσει στο βουλευτικό σώμα: “Αυτό είναι εις χρήσιν εις όλην σχεδόν την Ευρώπην, εξ αυτών γίνεται ψωμíov οπόταν με ισοβαρή ανακατωθώσιν άλευρον και μόνα δύνανται να δώσουν τόσην τροφήν, όσην ο άνθρωπος χρείαν έχει”.  

Οι πατάτες ήρθαν από την Αμερική και οι μελιτζάνες από την Περσία

Ο Καποδίστριας, μόλις 16 ημέρες μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, ζήτησε από τον αδελφό του, την εισαγωγή της πατάτας από τα Επτάνησα και το Λίβερπουλ, ώστε να ξεκινήσει άμεσα η καλλιέργεια στην Αίγινα.

Όταν εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο προσπάθησε να δώσει πατάτες στους χωρικούς οι οποίοι, όμως, την περιφρόνησαν, πιστεύοντας ότι είναι δηλητηριώδης.

Σύμφωνα με την καθηγήτρια Διατροφής Αντωνία Μάταλα, “οι αγρότες αρχικά δεν ήθελαν να αξιοποιήσουν αυτούς τους πόρους που έφερε ο Καποδίστριας. Λέγεται, πως ο νέος κυβερνήτης για να δείξει ότι πρόκειται για κάτι πολύτιμο, αποθήκευσε τις πατάτες στο νησί και έβαλε φρουρά να τις προσέχει.

Αν και δεν πρόκειται για ιστορικά τεκμηριωμένη πληροφορία, πιστεύεται ότι όντως συνέβη, καθώς ανάλογο περιστατικό σημειώθηκε και στη Γαλλία, όπου οι ντόπιοι ήταν επίσης διστακτικοί.

Οι ερευνητές συγκλίνουν στην άποψη ότι “ο Καποδίστριας δεν έδωσε εντολή να ‘φυλακίσουν’ το φορτίο με τις πατάτες, αλλά φρόντισε να ενημερώσει τον κόσμο, ότι δεν επρόκειτο για ένα υλικό που βρίσκεται εύκολα”. Έτσι, εξάπτοντας τη φαντασία του κόσμου, έπεισε τελικά τους αγρότες να ασχοληθούν με το νέο προϊόν.

 Γιατί αποκαλούσαν το καλαμπόκι “αραβόσιτο”

Τον 16ο αιώνα οι Ευρωπαίοι έφεραν το καλαμπόκι από την Αμερική για να το καλλιεργήσουν καθώς ήταν θρεπτικό και ανθεκτικό.

Σε αντίθεση με την πατάτα, το καλαμπόκι έγινε πιο εύκολα αποδεκτό. Οι χωρικοί στην Ευρώπη άρχισαν να το βάζουν στην άκρη του χωραφιού τους, εκεί που καλλιεργούσαν το σιτάρι και το κριθάρι. Σταδιακά, ο χώρος του καλαμποκιού όλο και μεγάλωνε και κατάλαβαν ότι έχει καλύτερη απόδοση. Αποδείχτηκε ότι το καλαμπόκι ήταν πιο ανθεκτικό σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες.

Το καλαμπόκι εξαπλώθηκε γρήγορα στη Γαλλία, την Ιταλία και από εκεί στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν έφτασε στην Ελλάδα, οι Έλληνες το ονόμασαν “αραβόσιτο”, δηλαδή σιτάρι των Αράβων. Αρχικά, καλλιεργήθηκε κυρίως στη δυτική και βόρεια Ελλάδα.

Όταν έφτασε στην Ελλάδα, οι Έλληνες ονόμασαν το καλαμπόκι “αραβόσιτο”, δηλαδή σιτάρι των Αράβων.

Τα χρόνια εκείνα πολλοί θεωρούσαν το ψωμί από καλαμπόκι προϊόν δεύτερης κατηγορίας. Οι ερευνητές εξηγούν ότι επειδή το καλαμπόκι ερχόταν δεύτερο σαν είδος, υπήρχε και η προκατάληψη απέναντι στην λεγόμενη μπομπότα, η οποία είναι ψωμί από καλαμπόκι. Όπως επισημαίνει η καθηγήτρια διατροφής Αντωνία Μάταλα υπάρχει συγκεκριμένη καταγραφή στην οποία το καλαμποκόψωμο αποκαλείται “αλειτούργητο”. Με αυτό τον τρόπο το διαφοροποιούν σε σχέση με το σταρένιο ψωμί, το οποίο είναι αυτό που ευλογεί και ο ιερέας στην εκκλησία.

Πολλοί ήταν αυτοί που υποτιμούσαν τη διατροφική αξία του καλαμποκιού, καθώς χρησιμοποιούταν κυρίως ως ζωική τροφή. Ωστόσο, όταν η πείνα έβαλε σε δοκιμασία τον πληθυσμό, το καλαμπόκι έσωσε χιλιάδες ανθρώπους από τη λιμοκτονία.

Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Παρακαλούμε σχολιάζετε κόσμια. Υβριστικά σχόλια δεν θα γίνονται αποδεκτά

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

mixanitouxronou.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Χρίστος Βασιλόπουλος

Διευθυντής Σύνταξης: Δημήτρης Πετρόπουλος

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: Δ. Πετρόπουλος - Χ. Βασιλόπουλος Ο.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Δ. Πετρόπουλος - Χ. Βασιλόπουλος

Έδρα - Γραφεία: Σόλωνος 85, ΑΘΗΝΑ 10679

ΑΦΜ: 800991040, ΔΟΥ: Α' Αθηνών

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: [email protected], Τηλ. Επικοινωνίας: 2103647909

close menu

Add to Collection

No Collections

Here you'll find all collections you've created before.